νοήμων: Difference between revisions
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
(6_16) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νοήμων''': -ον, γεν. -ονος, ὡς καὶ νῦν, ἔχων νοῦν, [[ἐπεὶ]] [[οὔτι]] νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι Ὀδ. Β. 282., 3. 133· ἐπὶ τῶν φιλοσόφων, Λουκ. Φιλοψ. 34· τέκνων Συλλ. Ἐπιγρ. 4158. ΙΙ. ὁ τὸν νοῦν ὑγιής, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παραφρονέων, Ἡρόδ. 3. 34. | |lstext='''νοήμων''': -ον, γεν. -ονος, ὡς καὶ νῦν, ἔχων νοῦν, [[ἐπεὶ]] [[οὔτι]] νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι Ὀδ. Β. 282., 3. 133· ἐπὶ τῶν φιλοσόφων, Λουκ. Φιλοψ. 34· τέκνων Συλλ. Ἐπιγρ. 4158. ΙΙ. ὁ τὸν νοῦν ὑγιής, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παραφρονέων, Ἡρόδ. 3. 34. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> réfléchi, prudent, sage;<br /><b>2</b> qui est dans son bon sens.<br />'''Étymologie:''' [[νοέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A thoughtful, intelligent, ἐπεὶ οὔ τι νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι Od.2.282, 3.133, cf. Eus.Mynd.20; of philosophers, Luc.Philops.34; νοήμονα τέκτονα χαλκοῦ Epigr.Gr.907.5 (Sinope). II in one's right mind, opp. παραφρονέων, Hdt.3.34.
Greek (Liddell-Scott)
νοήμων: -ον, γεν. -ονος, ὡς καὶ νῦν, ἔχων νοῦν, ἐπεὶ οὔτι νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι Ὀδ. Β. 282., 3. 133· ἐπὶ τῶν φιλοσόφων, Λουκ. Φιλοψ. 34· τέκνων Συλλ. Ἐπιγρ. 4158. ΙΙ. ὁ τὸν νοῦν ὑγιής, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παραφρονέων, Ἡρόδ. 3. 34.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 réfléchi, prudent, sage;
2 qui est dans son bon sens.
Étymologie: νοέω.