ὄροβος: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄροβος''': ὁ, (ἴδε ἐρέβινθος, Λατ. erv-um) τὸ «ῥόβι», [[εἶδος]] ὀσπρίου, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ., Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, π. Διαίτ. Ὀξ. 387, Δημ. 598. 4, Ἀριστ., κτλ. 2) τὸ φυτὸν τὸ φέρον τὸν ὄροβον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 4, 2. ΙΙ. = [[χάλαζα]] ΙΙ, Εὐστ. 853. 55.
|lstext='''ὄροβος''': ὁ, (ἴδε ἐρέβινθος, Λατ. erv-um) τὸ «ῥόβι», [[εἶδος]] ὀσπρίου, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ., Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, π. Διαίτ. Ὀξ. 387, Δημ. 598. 4, Ἀριστ., κτλ. 2) τὸ φυτὸν τὸ φέρον τὸν ὄροβον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 4, 2. ΙΙ. = [[χάλαζα]] ΙΙ, Εὐστ. 853. 55.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />ers <i>ou</i> vesce, sorte de lentille, <i>plante</i> ; graine de vesce.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἐρέπτω]], <i>lat.</i> ervum.
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄροβος Medium diacritics: ὄροβος Low diacritics: όροβος Capitals: ΟΡΟΒΟΣ
Transliteration A: órobos Transliteration B: orobos Transliteration C: orovos Beta Code: o)/robos

English (LSJ)

ὁ,

   A bitter vetch, Vicia Ervilia, Thphr.HP2.4.2, al., Dsc.2.108, Sammelb.4369a9 (iii B. C.), etc. : freq. in pl., of its seeds, Hp.VM8, Acut.21, Vict.2.45, Heraclit.4 (prob.), D.22.15, Arist.HA522b29, Thphr.HP8.1.4, D.Chr.6.62, etc.    II = χάλαζα 11, Eust.853.55. (Cf. ἐρέβινθος.)

German (Pape)

[Seite 385] ὁ, ervum, die Kichererbse, Theophr. und Folgde, auch die Pflanze.

Greek (Liddell-Scott)

ὄροβος: ὁ, (ἴδε ἐρέβινθος, Λατ. erv-um) τὸ «ῥόβι», εἶδος ὀσπρίου, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ., Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, π. Διαίτ. Ὀξ. 387, Δημ. 598. 4, Ἀριστ., κτλ. 2) τὸ φυτὸν τὸ φέρον τὸν ὄροβον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 4, 2. ΙΙ. = χάλαζα ΙΙ, Εὐστ. 853. 55.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ers ou vesce, sorte de lentille, plante ; graine de vesce.
Étymologie: cf. ἐρέπτω, lat. ervum.