πολύπικρος: Difference between revisions
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύπικρος''': -ον, ὁ πολὺ δριμὺς ἢ [[πικρός]]· πολύπικρα ὡς ἐπίρρ., = πολὺ πικρῶς, Ὀδ. Π. 255· ὁμαλ. ἐπίρρ. πολυπίκρως, Εὐστ. 1801. 35. | |lstext='''πολύπικρος''': -ον, ὁ πολὺ δριμὺς ἢ [[πικρός]]· πολύπικρα ὡς ἐπίρρ., = πολὺ πικρῶς, Ὀδ. Π. 255· ὁμαλ. ἐπίρρ. πολυπίκρως, Εὐστ. 1801. 35. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />très amer.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πικρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A very keen or bitter: neut. pl. as Adv., Od.16.255: regul.Adv. -κρως Eust.1801.35.
German (Pape)
[Seite 668] sehr bitter, sehr schmerzhaft; μὴ πολύπικρα καὶ αἰνὰ βίας ἀποτίσεαι, adverbial, Od. 16, 255. – Adv., Eust.
Greek (Liddell-Scott)
πολύπικρος: -ον, ὁ πολὺ δριμὺς ἢ πικρός· πολύπικρα ὡς ἐπίρρ., = πολὺ πικρῶς, Ὀδ. Π. 255· ὁμαλ. ἐπίρρ. πολυπίκρως, Εὐστ. 1801. 35.