δυσκέραστος: Difference between revisions
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσκέραστος''': -ον, δυσκόλως συγκρινώμενος, Πλούτ. Δίωνι 52, κτλ. | |lstext='''δυσκέραστος''': -ον, δυσκόλως συγκρινώμενος, Πλούτ. Δίωνι 52, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui se mêle difficilement à, qui se prête difficilement à, [[πρός]] [[τι]].<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[κεράννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to temper, φύσις πρὸς τὸ πιθανὸν δ. Plu.Dio 52; δύσμικτα καὶ δ. Id.2.754c.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zu mischen, zu vereinigen, πρός τι, Plut. Dion. 52.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκέραστος: -ον, δυσκόλως συγκρινώμενος, Πλούτ. Δίωνι 52, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se mêle difficilement à, qui se prête difficilement à, πρός τι.
Étymologie: δυσ-, κεράννυμι.