Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρθενικός: Difference between revisions

From LSJ

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρθενικός''': -ή, -όν, (ἴδε τὸ προηγ.), ὡς τὸ [[παρθένιος]], ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παρθένον, ὁ π. χιτὼν Πλουτ. Λυκούργ. Κ. Νουμ. Σύγκρ. 3, πρβλ. [[παρθένιος]]˙ γῆ π., ἐξ ἧς ἐπλάσθη ὁ Ἀδάμ, Ἐκκλ.: Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐμάθ. 5. 6.
|lstext='''παρθενικός''': -ή, -όν, (ἴδε τὸ προηγ.), ὡς τὸ [[παρθένιος]], ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παρθένον, ὁ π. χιτὼν Πλουτ. Λυκούργ. Κ. Νουμ. Σύγκρ. 3, πρβλ. [[παρθένιος]]˙ γῆ π., ἐξ ἧς ἐπλάσθη ὁ Ἀδάμ, Ἐκκλ.: Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐμάθ. 5. 6.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de jeune fille ; ἡ παρθενική, jeune fille vierge.<br />'''Étymologie:''' [[παρθένος]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθενικός Medium diacritics: παρθενικός Low diacritics: παρθενικός Capitals: ΠΑΡΘΕΝΙΚΟΣ
Transliteration A: parthenikós Transliteration B: parthenikos Transliteration C: parthenikos Beta Code: parqeniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a maiden, σκευή D.S.16.26 ; ὁ π. χιτών Plu.Comp. Lyc.Num.3 ; ἀνὴρ π. LXX Jl.1.8 (cf. παρθένιος 1.2) ; π. ἀνδριάς statue of a matron represented as a maiden, BMus.Inscr.1047 ; παρθενικὰ πράττειν Ael.VH12.1.    II παρθενικόν, τό, = ἀρτεμισία, Ps.-Dsc.3.113.

German (Pape)

[Seite 521] wie παρθένιος, jungfräulich, κόρη, Epigr. bei Ath. II, 61 b.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενικός: -ή, -όν, (ἴδε τὸ προηγ.), ὡς τὸ παρθένιος, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παρθένον, ὁ π. χιτὼν Πλουτ. Λυκούργ. Κ. Νουμ. Σύγκρ. 3, πρβλ. παρθένιος˙ γῆ π., ἐξ ἧς ἐπλάσθη ὁ Ἀδάμ, Ἐκκλ.: Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐμάθ. 5. 6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de jeune fille ; ἡ παρθενική, jeune fille vierge.
Étymologie: παρθένος.