κιθαρῳδός: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῐθᾰρῳδός''': ὁ, ([[κιθάρα]], ἀοιδὸς) ὁ κρούων τὴν κιθάραν καὶ ᾄδων συγχρόνως, Ἡρόδ. 1. 23, Πλάτ., κτλ.· πρβλ. [[κιθαριστής]], [[κιθαραοιδός]]. ΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ εὑρισκόμενος, Αἰλ. π. Ζ. 11. 23.
|lstext='''κῐθᾰρῳδός''': ὁ, ([[κιθάρα]], ἀοιδὸς) ὁ κρούων τὴν κιθάραν καὶ ᾄδων συγχρόνως, Ἡρόδ. 1. 23, Πλάτ., κτλ.· πρβλ. [[κιθαριστής]], [[κιθαραοιδός]]. ΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ εὑρισκόμενος, Αἰλ. π. Ζ. 11. 23.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> joueur de cithare;<br /><b>2</b> sorte de poisson.<br />'''Étymologie:''' [[κιθαραοιδός]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐθᾰρῳδός Medium diacritics: κιθαρῳδός Low diacritics: κιθαρωδός Capitals: ΚΙΘΑΡΩΔΟΣ
Transliteration A: kitharōidós Transliteration B: kitharōdos Transliteration C: kitharodos Beta Code: kiqarw|do/s

English (LSJ)

ὁ, (κιθάρα, ἀοιδός)

   A one who plays and sings to the cithara, Hdt.1.23, IG12.547, Pherecr.6.1, Phld.Mus.p.28K., etc.: as fem., κ. γυνή Alciphr.3.33.    II a fish, found in the Red Sea, with body striped like the strings of a lyre, Ael.NA11.23.

German (Pape)

[Seite 1437] ὁ, = κιθαραοιδός, der die Cither spielt u. dazu singt, unterschieden von κιθαριστής, vgl. Ammon., Plat. Conv. 179 d; Diphil. bei Ath. VI, 247 c, auch ἡ κιθαρῳδὸς γυνή, Alciphr. 3, 33. – Ein Fisch, Ael. H. A. 11, 23.

Greek (Liddell-Scott)

κῐθᾰρῳδός: ὁ, (κιθάρα, ἀοιδὸς) ὁ κρούων τὴν κιθάραν καὶ ᾄδων συγχρόνως, Ἡρόδ. 1. 23, Πλάτ., κτλ.· πρβλ. κιθαριστής, κιθαραοιδός. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ εὑρισκόμενος, Αἰλ. π. Ζ. 11. 23.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 joueur de cithare;
2 sorte de poisson.
Étymologie: κιθαραοιδός.