ἐξορθόω: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξορθόω''': ἀνορθώνω, τὸ ποσὸν Πλάτ. Νόμοι 862C. 2) μεταφ., φυλάττω τι ὀρθόν, δὲν ἀφίνω νὰ πέςῃ ἢ νὰ κινδυνεύσῃ, [[ἐξασφαλίζω]], μή μου προτάρβει· τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον Σοφ. Ἀντ. 83· διορθῶ, Πλάτ. Τίμ. 90D· ἤν τι μὴ [[καλῶς]] ἔχῃ, γνώμαισιν ὑστέραισιν ἐξορθούμεθα Εὐρ. Ἱκ. 1083, πρβλ. 1087.
|lstext='''ἐξορθόω''': ἀνορθώνω, τὸ ποσὸν Πλάτ. Νόμοι 862C. 2) μεταφ., φυλάττω τι ὀρθόν, δὲν ἀφίνω νὰ πέςῃ ἢ νὰ κινδυνεύσῃ, [[ἐξασφαλίζω]], μή μου προτάρβει· τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον Σοφ. Ἀντ. 83· διορθῶ, Πλάτ. Τίμ. 90D· ἤν τι μὴ [[καλῶς]] ἔχῃ, γνώμαισιν ὑστέραισιν ἐξορθούμεθα Εὐρ. Ἱκ. 1083, πρβλ. 1087.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />relever, redresser, rétablir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὀρθόω]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξορθόω Medium diacritics: ἐξορθόω Low diacritics: εξορθόω Capitals: ΕΞΟΡΘΟΩ
Transliteration A: exorthóō Transliteration B: exorthoō Transliteration C: eksorthoo Beta Code: e)corqo/w

English (LSJ)

   A set upright, τὸ πεσόν Pl.Lg.862c.    2 metaph., set right, correct, τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον S.Ant.83; διεφθαρμένας περιόδους Pl.Ti.90d; ἤν τι μὴ καλῶς ἔχῃ, γνώμαισιν ὑστέραισιν ἐξορθούμεθα E.Supp.1083, cf. 1086.

German (Pape)

[Seite 887] gerade aufrichten, emporrichten; τὸ πεσόν Plat. Legg. IX, 862 c; herstellen, verbessern, πότμον Soph. Ant. 83; τὰς διεφθαρμένας περιόδους Plat. Tim. 90 d. – Med. sich bessern, Eur. Suppl. 1083.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξορθόω: ἀνορθώνω, τὸ ποσὸν Πλάτ. Νόμοι 862C. 2) μεταφ., φυλάττω τι ὀρθόν, δὲν ἀφίνω νὰ πέςῃ ἢ νὰ κινδυνεύσῃ, ἐξασφαλίζω, μή μου προτάρβει· τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον Σοφ. Ἀντ. 83· διορθῶ, Πλάτ. Τίμ. 90D· ἤν τι μὴ καλῶς ἔχῃ, γνώμαισιν ὑστέραισιν ἐξορθούμεθα Εὐρ. Ἱκ. 1083, πρβλ. 1087.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
relever, redresser, rétablir.
Étymologie: ἐξ, ὀρθόω.