τροχηλάτης: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τροχηλάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ([[ἐλαύνω]]) ὁ διευθύνων τροχούς, δηλ. [[ἁρματηλάτης]], [[ἡνίοχος]], σχηματισθὲν κατὰ τὸ [[ἱππηλάτης]], Σοφ. Ο. Τ. 806, Εὐρ. Φοίν. 39.
|lstext='''τροχηλάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ([[ἐλαύνω]]) ὁ διευθύνων τροχούς, δηλ. [[ἁρματηλάτης]], [[ἡνίοχος]], σχηματισθὲν κατὰ τὸ [[ἱππηλάτης]], Σοφ. Ο. Τ. 806, Εὐρ. Φοίν. 39.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />conducteur d’un char.<br />'''Étymologie:''' [[τροχός]], [[ἐλαύνω]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχηλάτης Medium diacritics: τροχηλάτης Low diacritics: τροχηλάτης Capitals: ΤΡΟΧΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: trochēlátēs Transliteration B: trochēlatēs Transliteration C: trochilatis Beta Code: troxhla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (ἐλαύνω)

   A charioteer, formed like ἱππηλάτης, S.OT806, E.Ph.39.    2 τ. ἵππος, = currilis equus, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τροχηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ διευθύνων τροχούς, δηλ. ἁρματηλάτης, ἡνίοχος, σχηματισθὲν κατὰ τὸ ἱππηλάτης, Σοφ. Ο. Τ. 806, Εὐρ. Φοίν. 39.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
conducteur d’un char.
Étymologie: τροχός, ἐλαύνω.