βαρύτης: Difference between revisions
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βᾰρύτης''': [ῠ], ητος, ἡ, ([[βαρύς]]) βάρος, [[βαρύτης]], Θουκ. 7. 62· [[βαρύτης]] μέλους, [[ὀκνηρία]], Πλουτ. 2. 978C. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ὀχληρία]], [[ἐνόχλησις]], Ἰσοκρ.239Β· δυσαρέσκεια, Δημ. 237. 14, Πλούτ., κτλ.· β. φρονήματος Πλούτ. Κάτ. Νεωτ. 57. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[βαρύτης]], ἀξιοπρέπεια, [[μεγαλοπρέπεια]] (ἴδε βαρὺς ΙΙ. 2), Ἀριστ. Ρητορ. 2. 17, 4· τοῦ ἤθους Πλούτ. Φαβ. 1. ΙΙΙ. ἐπὶ ἤχου, [[ἰσχύς]], [[βάθος]] ἤ βάρος τοῦ ἤχου, ἀντίθ. τῷ [[ὀξύτης]], Πλάτ. Πρωτ. 316Α, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 5. 1, 1 κ. ἀλλ.· ―ὁ βαρὺς [[τόνος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ὀξύτης]], Ἀριστ. Ποιητ. 20. 4. | |lstext='''βᾰρύτης''': [ῠ], ητος, ἡ, ([[βαρύς]]) βάρος, [[βαρύτης]], Θουκ. 7. 62· [[βαρύτης]] μέλους, [[ὀκνηρία]], Πλουτ. 2. 978C. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ὀχληρία]], [[ἐνόχλησις]], Ἰσοκρ.239Β· δυσαρέσκεια, Δημ. 237. 14, Πλούτ., κτλ.· β. φρονήματος Πλούτ. Κάτ. Νεωτ. 57. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[βαρύτης]], ἀξιοπρέπεια, [[μεγαλοπρέπεια]] (ἴδε βαρὺς ΙΙ. 2), Ἀριστ. Ρητορ. 2. 17, 4· τοῦ ἤθους Πλούτ. Φαβ. 1. ΙΙΙ. ἐπὶ ἤχου, [[ἰσχύς]], [[βάθος]] ἤ βάρος τοῦ ἤχου, ἀντίθ. τῷ [[ὀξύτης]], Πλάτ. Πρωτ. 316Α, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 5. 1, 1 κ. ἀλλ.· ―ὁ βαρὺς [[τόνος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ὀξύτης]], Ἀριστ. Ποιητ. 20. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>I.</b> pesanteur, poids, lourdeur;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> gravité (du son, de la voix) ; <i>t. de gramm.</i> l’accent grave;<br /><b>2</b> gravité, dignité;<br /><b>3</b> caractère difficile à supporter, désagrément (que cause une personne <i>ou</i> une chose).<br />'''Étymologie:''' [[βαρύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ητος, ἡ, (βαρύς)
A weight, heaviness, νεῶν Th.7.62, cf. Plb.1.51.9; opp. κουφότης, Thphr.HP5.3.1; heaviness of limb, β. ναρκώδης Plu.2.978c; of digestion, ἀπεψία καὶ β. ib.128b. II of men, troublesomeness, importunity, ἀηδίαι καὶ βαρύτητες Isoc.12.31; disagreeableness, D.18.35, Plu.Cor.30, al.; β. φρονήματος Id.Cat.Mi. 57. 2 arrogance, Arist.Rh.1391a28; gravity, τοῦ ἤθους Plu. Fab.I codd. III of sound, depth, low pitch, opp. ὀξύτης, Pl.Prt. 316a, Arist.GA778a19, de An.422b30, Aristox.Harm.p.3M., D.H. Comp.11, etc.; the grave accent, opp. ὀξύτης, Arist.Po.1456b33; absence of accent, A.D.Pron.38.15, al. IV Rhet., adoption of an injured tone, Aps.p.331 H.
German (Pape)
[Seite 435] ητος, ἡ, 1) Schwere, Last, νεῶν Thuc. 7, 62, wie Pol. 1, 51, u. häufiger bei Sp., im Ggstz von κουφότης. – 2) von der Stimme, die Tiefe, Ggstz ὀξύτης Plat. Prot. 316 a Phil. 17 c; bei Gramm. die Bezeichnung mit dem gravis, z. B. B. A. 662. – 3) übertr., Lästigkeit, Beschwerlichkeit, Härte, καὶ ἀηδίαι Isocr. 12, 31; καὶ ἀναλγησία, der Thebaner, Dem. 17, 35; φρονήματος, unerträglicher Stolz, Plut. Cat. min. 57; βαρ. ἤθους Fab. 1, Langsamkeit, Festigkeit, wo man βραδυτής vermuthet.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύτης: [ῠ], ητος, ἡ, (βαρύς) βάρος, βαρύτης, Θουκ. 7. 62· βαρύτης μέλους, ὀκνηρία, Πλουτ. 2. 978C. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὀχληρία, ἐνόχλησις, Ἰσοκρ.239Β· δυσαρέσκεια, Δημ. 237. 14, Πλούτ., κτλ.· β. φρονήματος Πλούτ. Κάτ. Νεωτ. 57. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, βαρύτης, ἀξιοπρέπεια, μεγαλοπρέπεια (ἴδε βαρὺς ΙΙ. 2), Ἀριστ. Ρητορ. 2. 17, 4· τοῦ ἤθους Πλούτ. Φαβ. 1. ΙΙΙ. ἐπὶ ἤχου, ἰσχύς, βάθος ἤ βάρος τοῦ ἤχου, ἀντίθ. τῷ ὀξύτης, Πλάτ. Πρωτ. 316Α, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 5. 1, 1 κ. ἀλλ.· ―ὁ βαρὺς τόνος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὀξύτης, Ἀριστ. Ποιητ. 20. 4.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
I. pesanteur, poids, lourdeur;
II. fig. :
1 gravité (du son, de la voix) ; t. de gramm. l’accent grave;
2 gravité, dignité;
3 caractère difficile à supporter, désagrément (que cause une personne ou une chose).
Étymologie: βαρύς.