πολύστονος: Difference between revisions
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύστονος''': -ον, ὁ πολὺ στενάζων, πενθῶν, ἐπὶ προσώπων, Ὀδ. Τ. 118, Αἰσχύλ. Θήβ. 845. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ προξενῶν πολλοὺς στεναγμούς, θληβερός, [[λυπηρός]], κήδεα, Ἔρις, ἰὸς Ἰλ. Α. 445, Λ. 73, Ο. 451· ξιφέων πολύστονον [[ἔργον]] Ἀρχίλ. 3. 3· π. [[φάτις]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 380· [[Τροία]] Σοφ. Φιλ. 1346· ἀρά, [[δαίμων]] Ἐρινὺς Εὐρ. Ἱκέτ. 855, κτλ. | |lstext='''πολύστονος''': -ον, ὁ πολὺ στενάζων, πενθῶν, ἐπὶ προσώπων, Ὀδ. Τ. 118, Αἰσχύλ. Θήβ. 845. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ προξενῶν πολλοὺς στεναγμούς, θληβερός, [[λυπηρός]], κήδεα, Ἔρις, ἰὸς Ἰλ. Α. 445, Λ. 73, Ο. 451· ξιφέων πολύστονον [[ἔργον]] Ἀρχίλ. 3. 3· π. [[φάτις]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 380· [[Τροία]] Σοφ. Φιλ. 1346· ἀρά, [[δαίμων]] Ἐρινὺς Εὐρ. Ἱκέτ. 855, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se répand en gémissements, infortuné;<br /><b>2</b> qui cause beaucoup de lamentations, de grandes douleurs.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[στένω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A much-sighing, mournful, of persons, Od.19.118, A.Th.845 (lyr.). 2 noisy, Νεῖλος f.l. for foreg. in Nic.Th.175; οἶδμα . . πολυστόνου Ἀμφιτρίτης Q.S.14.644. 3 of things, causing many sighs, mournful, grievous, κήδεα, Ἔρις, ἰός, Il.1.445, 11.73, 15.451; ξιφέων πολύστονον ἔργον Archil.3.3; τάφος Pi.Pae.6.99; π. φάτις A. Eu.380 (lyr.); Τροία S.Ph.1346; ἀρά, δαίμων, Ἐρινύς, E.Or.996 (lyr.), Hel.212 (lyr.), Supp.835 (lyr.); ἰός A.R.3.279, etc.
German (Pape)
[Seite 674] viel, oft od. laut seufzend, unglücklich; Od. 19, 118; Soph. El. 1267; auch = viel Seufzer verursachend, κήδεα, Ἔρις, ἰός, Il. 1, 445. 11, 73. 15, 451; ξιφέων ἔργα, Archil. 50; φάτις, Aesch. Eum. 558 Spt. 827; Τροία, Soph. Phil. 1330; ἀρά, Eur. Or. 997; Ἐρινύς, Suppl. 835, u. öfter; einzeln bei sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
πολύστονος: -ον, ὁ πολὺ στενάζων, πενθῶν, ἐπὶ προσώπων, Ὀδ. Τ. 118, Αἰσχύλ. Θήβ. 845. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ προξενῶν πολλοὺς στεναγμούς, θληβερός, λυπηρός, κήδεα, Ἔρις, ἰὸς Ἰλ. Α. 445, Λ. 73, Ο. 451· ξιφέων πολύστονον ἔργον Ἀρχίλ. 3. 3· π. φάτις Αἰσχύλ. Εὐμ. 380· Τροία Σοφ. Φιλ. 1346· ἀρά, δαίμων Ἐρινὺς Εὐρ. Ἱκέτ. 855, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui se répand en gémissements, infortuné;
2 qui cause beaucoup de lamentations, de grandes douleurs.
Étymologie: πολύς, στένω.