χαμερπής: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰμερπής''': -ές, γεν. έος, ὁ [[χαμαὶ]] ἕρπων, Ἀνθ. Π. παράρτ. 39 εἰ ἔτι [[νήπιος]] εἶ καὶ χαμερπὴς τὴν διάνοιαν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 451Α, κλπ. - Καθ. Ἡσύχ.: «[[χαμερπής]]· [[γεωργός]], ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος». Ἐπίρρ. -πῶς, «ἐξηγοῦνται [[ταῦτα]] ταπεινῶς καὶ χαμερπῶς» Ἰουστῖν. Μάρτ. 339C.
|lstext='''χᾰμερπής''': -ές, γεν. έος, ὁ [[χαμαὶ]] ἕρπων, Ἀνθ. Π. παράρτ. 39 εἰ ἔτι [[νήπιος]] εἶ καὶ χαμερπὴς τὴν διάνοιαν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 451Α, κλπ. - Καθ. Ἡσύχ.: «[[χαμερπής]]· [[γεωργός]], ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος». Ἐπίρρ. -πῶς, «ἐξηγοῦνται [[ταῦτα]] ταπεινῶς καὶ χαμερπῶς» Ἰουστῖν. Μάρτ. 339C.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui se traîne à terre, rampant.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]], [[ἕρπω]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμερπής Medium diacritics: χαμερπής Low diacritics: χαμερπής Capitals: ΧΑΜΕΡΠΗΣ
Transliteration A: chamerpḗs Transliteration B: chamerpēs Transliteration C: chamerpis Beta Code: xamerph/s

English (LSJ)

ές,

   A crawling on the ground, μέροπες App.Anth.3.146 (Theon); ζῷον Olymp.Alch. p.102 B., Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμερπής: -ές, γεν. έος, ὁ χαμαὶ ἕρπων, Ἀνθ. Π. παράρτ. 39 εἰ ἔτι νήπιος εἶ καὶ χαμερπὴς τὴν διάνοιαν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 451Α, κλπ. - Καθ. Ἡσύχ.: «χαμερπής· γεωργός, ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος». Ἐπίρρ. -πῶς, «ἐξηγοῦνται ταῦτα ταπεινῶς καὶ χαμερπῶς» Ἰουστῖν. Μάρτ. 339C.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se traîne à terre, rampant.
Étymologie: χαμαί, ἕρπω.