μονομερής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονομερής''': -ές, ([[μέρος]]) ὁ ἐξ ἑνὸς μόνου μέρους ἀποτελούμενος, [[μόνος]], ἀντίθετ. τῷ [[πολυμερής]], Ἐρανίου Φίλωνος περὶ διαφορᾶς σημασ. σελ. 155 ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Ἀμμωνίου Valck.· ἐκ τοῦ μονομεροῦς, κατὰ μονομέρειαν, Λουκ. π. Διαβολ. 6, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 2, κτλ. ΙΙ. ὁ πρὸς τὸ ἓν μόνον [[μέρος]] κλίνων, [[ἄδικος]], μεροληπτικός, Φωτ. Ἐπιστ. 158.
|lstext='''μονομερής''': -ές, ([[μέρος]]) ὁ ἐξ ἑνὸς μόνου μέρους ἀποτελούμενος, [[μόνος]], ἀντίθετ. τῷ [[πολυμερής]], Ἐρανίου Φίλωνος περὶ διαφορᾶς σημασ. σελ. 155 ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Ἀμμωνίου Valck.· ἐκ τοῦ μονομεροῦς, κατὰ μονομέρειαν, Λουκ. π. Διαβολ. 6, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 2, κτλ. ΙΙ. ὁ πρὸς τὸ ἓν μόνον [[μέρος]] κλίνων, [[ἄδικος]], μεροληπτικός, Φωτ. Ἐπιστ. 158.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui ne forme qu’une part, <i>càd</i> un tout, simple ; <i>fig.</i> partial.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[μέρος]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονομερής Medium diacritics: μονομερής Low diacritics: μονομερής Capitals: ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ
Transliteration A: monomerḗs Transliteration B: monomerēs Transliteration C: monomeris Beta Code: monomerh/s

English (LSJ)

ές, (μέρος)

   A consisting of one part, single, opp. πολυμερής, φιλοσοφία S.E.M.7.2.    2 for one side, of a bandage, Gal.18 (1).794.    II ἐκ τοῦ μ. after hearing only one side, Luc.Cal.6; τὰ μ. ex parte applications, Lyd.Mag.3.15; μ. μαρτυρίαι Just.Nov.90.9. Adv. -μερῶς in a one-sided manner, Vett.Val.136.2.

German (Pape)

[Seite 204] ές, aus einem Theile od. Stücke bestehend, einfach; S. Emp. adv. math. 7, 2; Luc. Calumn. 6; Hermogen. Stas. 1 p. 7.

Greek (Liddell-Scott)

μονομερής: -ές, (μέρος) ὁ ἐξ ἑνὸς μόνου μέρους ἀποτελούμενος, μόνος, ἀντίθετ. τῷ πολυμερής, Ἐρανίου Φίλωνος περὶ διαφορᾶς σημασ. σελ. 155 ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Ἀμμωνίου Valck.· ἐκ τοῦ μονομεροῦς, κατὰ μονομέρειαν, Λουκ. π. Διαβολ. 6, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 2, κτλ. ΙΙ. ὁ πρὸς τὸ ἓν μόνον μέρος κλίνων, ἄδικος, μεροληπτικός, Φωτ. Ἐπιστ. 158.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ne forme qu’une part, càd un tout, simple ; fig. partial.
Étymologie: μόνος, μέρος.