γεώλοφος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γεώλοφος''': -ον, κεκαλυμμένος ὑπὸ χώματος, ὄρη Στράβ. 755. πρβλ. 570. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[γεώλοφος]], ὁ, [[λόφος]], λοφίσκος, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 28 (διάφ. γραφ. γήλ-), Πολύβ. 1. 75, 4·οὕτω γεώλοφον, τό, Θεόκρ. 1. 13., 5. 101.
|lstext='''γεώλοφος''': -ον, κεκαλυμμένος ὑπὸ χώματος, ὄρη Στράβ. 755. πρβλ. 570. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[γεώλοφος]], ὁ, [[λόφος]], λοφίσκος, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 28 (διάφ. γραφ. γήλ-), Πολύβ. 1. 75, 4·οὕτω γεώλοφον, τό, Θεόκρ. 1. 13., 5. 101.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont le sommet est de terre (montagne), <i>càd</i> non boisé ; ὁ [[γεώλοφος]], τὸ γεώλοφον, colline.<br />'''Étymologie:''' [[γῆ]], [[λόφος]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεώλοφος Medium diacritics: γεώλοφος Low diacritics: γεώλοφος Capitals: ΓΕΩΛΟΦΟΣ
Transliteration A: geṓlophos Transliteration B: geōlophos Transliteration C: geolofos Beta Code: gew/lofos

English (LSJ)

ον,

   A crested with earth, ὄρη Str.16.2.16; χωρία Id.12.7.1.    II Subst. γεώλοφος, ὁ, hill, hillock, X.Cyr.3.3.28 codd., Plb.1.75.4, Ph.1.191; γεώλοφον, τό, Theoc.1.13, Numen. ap. Ath.7.305a.    2 γεώλοφος, ὁ, boor, clod-hopper, Ael.Dion.Fr.107.

German (Pape)

[Seite 488] vgl. γήλοφος, aus Erdhügeln bestehend, ὄρη Strab. XVI p. 755; bes. ὁ γ., der Erdhügel, Pol. 1, 75, 4; Dion. Hal. 5, 38; τὸ γ. Theocr. 1, 13. 5, 101.

Greek (Liddell-Scott)

γεώλοφος: -ον, κεκαλυμμένος ὑπὸ χώματος, ὄρη Στράβ. 755. πρβλ. 570. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. γεώλοφος, ὁ, λόφος, λοφίσκος, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 28 (διάφ. γραφ. γήλ-), Πολύβ. 1. 75, 4·οὕτω γεώλοφον, τό, Θεόκρ. 1. 13., 5. 101.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le sommet est de terre (montagne), càd non boisé ; ὁ γεώλοφος, τὸ γεώλοφον, colline.
Étymologie: γῆ, λόφος.