συνάμφω: Difference between revisions
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνάμφω''': οἱ, αἱ, οἱ δύο [[ὁμοῦ]], αἱ δύο [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Πολιτ. 278C, κτλ.· οἱ [[συνάμφω]] Πολύβ. 1. 63, 5, κτλ.· [[μετὰ]] γεν., Ἰαπύγων καὶ Μεσσαπίων [[συνάμφω]] ὁ αὐτ. 2. 24, 11, πρβλ. 65, 9. 2) [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρου ἐν τῷ ἑνικῷ ἀριθμῷ ὅροι τοῦ [[συνάμφω]] Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 2, 9, πρβλ. περὶ Ἑρμην. 11, 4· τοῦ [[συνάμφω]], τῆς τε Λιβύης καὶ τῆς Ἀσίας Στράβ. 107, πρβλ. 82· κατὰ τὸν [[συνάμφω]] χρόνον ὁ αὐτ. 44. | |lstext='''συνάμφω''': οἱ, αἱ, οἱ δύο [[ὁμοῦ]], αἱ δύο [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Πολιτ. 278C, κτλ.· οἱ [[συνάμφω]] Πολύβ. 1. 63, 5, κτλ.· [[μετὰ]] γεν., Ἰαπύγων καὶ Μεσσαπίων [[συνάμφω]] ὁ αὐτ. 2. 24, 11, πρβλ. 65, 9. 2) [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρου ἐν τῷ ἑνικῷ ἀριθμῷ ὅροι τοῦ [[συνάμφω]] Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 2, 9, πρβλ. περὶ Ἑρμην. 11, 4· τοῦ [[συνάμφω]], τῆς τε Λιβύης καὶ τῆς Ἀσίας Στράβ. 107, πρβλ. 82· κατὰ τὸν [[συνάμφω]] χρόνον ὁ αὐτ. 44. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=([[οἱ]], [[αἱ]], [[τά]])<br /><i>indécl.</i><br />tous les deux ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἄμφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
οἱ, αἱ,
A both together, Pl.Plt.278c, IG42(1).109 iii 115 (Epid., iii B.C.), Supp.Epigr.2.479 (Olbia), etc.; οἱ σ. Plb.1.63.5, etc.: c. gen., Ἰαπύγων καὶ Μεσσαπίων συνάμφω Id.2.24.11, cf. 65.9. 2 with the Art. in sg., ὅροι τοῦ συνάμφω Arist.Metaph.1043a22, cf. Int.20b37; τοῦ σ., τῆς τε Λιβύης καὶ τῆς Ἀσίας Str.2.4.5, cf. 2.1.29; κατὰ τὸν σ. Χρόνον Id.1.2.36.
German (Pape)
[Seite 999] οἱ, αἱ, beide zugleich, zusammen; Plat. Polit. 278 c; Ap. Rh. 4, 134; Pol. 2, 65, 9.
Greek (Liddell-Scott)
συνάμφω: οἱ, αἱ, οἱ δύο ὁμοῦ, αἱ δύο ὁμοῦ, Πλάτ. Πολιτ. 278C, κτλ.· οἱ συνάμφω Πολύβ. 1. 63, 5, κτλ.· μετὰ γεν., Ἰαπύγων καὶ Μεσσαπίων συνάμφω ὁ αὐτ. 2. 24, 11, πρβλ. 65, 9. 2) μετὰ τοῦ ἄρθρου ἐν τῷ ἑνικῷ ἀριθμῷ ὅροι τοῦ συνάμφω Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 2, 9, πρβλ. περὶ Ἑρμην. 11, 4· τοῦ συνάμφω, τῆς τε Λιβύης καὶ τῆς Ἀσίας Στράβ. 107, πρβλ. 82· κατὰ τὸν συνάμφω χρόνον ὁ αὐτ. 44.
French (Bailly abrégé)
(οἱ, αἱ, τά)
indécl.
tous les deux ensemble.
Étymologie: σύν, ἄμφω.