προεκπίπτω: Difference between revisions
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προεκπίπτω''': [[ἐκπίπτω]] ἢ [[ἐξέρχομαι]] πρότερον, προηγοῦμαι, τὸ [[κῦμα]] πρ. τοῦ πνεύματος Ἀριστ. Προβλ. 23. 12· ― κοινολογοῦμαι πρότερον, [[φήμη]] Πλουτ. Γάλβ. 5· πρ. εἰς γένεσιν ὁ αὐτ. 2. 427Ε. ΙΙ. ἐκτείνομαι [[πέραν]] τῶν ὁρίων, Στράβ. 16, Λογγῖν. 15. | |lstext='''προεκπίπτω''': [[ἐκπίπτω]] ἢ [[ἐξέρχομαι]] πρότερον, προηγοῦμαι, τὸ [[κῦμα]] πρ. τοῦ πνεύματος Ἀριστ. Προβλ. 23. 12· ― κοινολογοῦμαι πρότερον, [[φήμη]] Πλουτ. Γάλβ. 5· πρ. εἰς γένεσιν ὁ αὐτ. 2. 427Ε. ΙΙ. ἐκτείνομαι [[πέραν]] τῶν ὁρίων, Στράβ. 16, Λογγῖν. 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> προεκπεσοῦμαι, <i>ao.2</i> προεξέπεσον, <i>etc.</i><br />se répandre <i>ou</i> se divulguer auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐκπίπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
A fall or come out before, precede, τὸ κῦμα π. τοῦ πνεύματος Arist.Pr.932b37: metaph., get abroad before, φήμη Plu.Galb. 5; π. εἰς γένεσιν Id.2.427e. II go beyond limits, Str.1.2.3; π. τὸ ἀδύνατον Longin.15.8 (προσ- cod.), cf.38.1.
German (Pape)
[Seite 719] (s. πίπτω), vorher herausfallen; προεκπίπτουσιν αἱ καταδίκαι τῶν ἀποδείξεων, Plut. ad princ. inerud. 6; φήμη προεκπεσοῦσα, Galb. 5; περαιτέρω, weit über die Gränze gehen, Longin. 15, 8; vgl. Strab. 1, 2, 3 g. E.
Greek (Liddell-Scott)
προεκπίπτω: ἐκπίπτω ἢ ἐξέρχομαι πρότερον, προηγοῦμαι, τὸ κῦμα πρ. τοῦ πνεύματος Ἀριστ. Προβλ. 23. 12· ― κοινολογοῦμαι πρότερον, φήμη Πλουτ. Γάλβ. 5· πρ. εἰς γένεσιν ὁ αὐτ. 2. 427Ε. ΙΙ. ἐκτείνομαι πέραν τῶν ὁρίων, Στράβ. 16, Λογγῖν. 15.
French (Bailly abrégé)
f. προεκπεσοῦμαι, ao.2 προεξέπεσον, etc.
se répandre ou se divulguer auparavant.
Étymologie: πρό, ἐκπίπτω.