προνομή: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προνομή''': ἡ, ἐκδρομὴ στρατιωτῶν εἰς χώραν ἐχθρικὴν πρὸς συλλογὴν ἢ ἁρπαγὴν τροφῶν καὶ ἄλλων ἐπιτηδείων, ἐπισιτισμὸς ἐκ χώρας ἐχθρικῆς δι’ ἁρπαγῆς, ἐξάγειν εἰς προνομὰς Ξεν. Κύρ. 6. 1, 24· προνομὴν ἢ προνομὰς ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 1, 33., 2. 4, 25· ― πεδία προνομὰς ἔχοντα, κατάλληλα πρὸς συγκομιδὴν φορβῆς, Πλουτ. Φάβ. 6. 2) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], στρατιωτικαὶ συνοδίαι πρὸς συλλογὴν τροφῆς, σὺν προνομαῖς τὰ ἐπιτήδεια λαμβάνειν, διὰ προνομευτῶν, διὰ στρατιωτῶν, δηλ. ὡρισμένων νὰ συλλέγωσι τὰ ἐπιτήδεια ἐκ τῆς χώρας τῶν πολεμίων, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 16, Ἀν. 5. 1, 7, πρβλ. Πολύβ. 4. 73, 4. ΙΙ. τοῦ ἐλέφαντος ἡ προβοσκὶς (πρβλ. [[προνομαία]]), Πολύβ. 5. 84, 3. ΙΙΙ. = τῷ ἑπομ., Λουκ. Κρονοσόλ. 17.
|lstext='''προνομή''': ἡ, ἐκδρομὴ στρατιωτῶν εἰς χώραν ἐχθρικὴν πρὸς συλλογὴν ἢ ἁρπαγὴν τροφῶν καὶ ἄλλων ἐπιτηδείων, ἐπισιτισμὸς ἐκ χώρας ἐχθρικῆς δι’ ἁρπαγῆς, ἐξάγειν εἰς προνομὰς Ξεν. Κύρ. 6. 1, 24· προνομὴν ἢ προνομὰς ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 1, 33., 2. 4, 25· ― πεδία προνομὰς ἔχοντα, κατάλληλα πρὸς συγκομιδὴν φορβῆς, Πλουτ. Φάβ. 6. 2) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], στρατιωτικαὶ συνοδίαι πρὸς συλλογὴν τροφῆς, σὺν προνομαῖς τὰ ἐπιτήδεια λαμβάνειν, διὰ προνομευτῶν, διὰ στρατιωτῶν, δηλ. ὡρισμένων νὰ συλλέγωσι τὰ ἐπιτήδεια ἐκ τῆς χώρας τῶν πολεμίων, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 16, Ἀν. 5. 1, 7, πρβλ. Πολύβ. 4. 73, 4. ΙΙ. τοῦ ἐλέφαντος ἡ προβοσκὶς (πρβλ. [[προνομαία]]), Πολύβ. 5. 84, 3. ΙΙΙ. = τῷ ἑπομ., Λουκ. Κρονοσόλ. 17.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> ([[πρό]], en avant) action de fourrager ; [[αἱ]] προνομαί expédition pour se procurer du fourrage ; provision de fourrage;<br /><b>2</b> ([[πρό]], auparavant) droit d’être servi le premier dans un repas.<br />'''Étymologie:''' [[προνέμω]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προνομή Medium diacritics: προνομή Low diacritics: προνομή Capitals: ΠΡΟΝΟΜΗ
Transliteration A: pronomḗ Transliteration B: pronomē Transliteration C: pronomi Beta Code: pronomh/

English (LSJ)

ἡ,

   A foraging, ἐξάγειν εἰς προνομάς X.Cyr.6.1.24; foray, προνομὴν or προνομὰς ποιεῖσθαι, Id.HG1.1.33, 2.4.25, cf. Aen. Tact.31.8; πεδία προνομὰς ἔχοντα suitable for foraging, Plu.Fab.6; provision of fodder, PFlor.388.81 (ii A. D.).    2 pl., also, foraging parties, σὺν προνομαῖς τὰ ἐπιτήδεια λαμβάνειν X.HG4.1.16, An.5.1.7, cf.Plb.4.73.4.    3 plunder, booty, LXX Nu.31.11, al., Phleg.Mir. 3.    4 store, provision, LXX 3 Ki.10.23.    II elephant's proboscis (cf. προνομαία), Plb.5.84.3, D.S.17.88 (pl.).    III = sq. 1, Luc.Sat. 17.

German (Pape)

[Seite 736] ἡ, 1) das Fouragiren, Futter Holen; ἐξάγειν εἰς προνομάς, Xen. Cyr. 6, 1, 24; σὺν προνομαῖς λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια, An. 5, 1, 7, vgl. Hell. 4, 1, 16; προνομὴν ποιεῖσθαι, 1, 1, 33; Pol. u. a. Sp.; auch heißen die Fouragirenden selbst αἱ προνομαί, Pol. 4, 73, 4. – 2) der Rüssel des Elephanten, Pol. 5, 84, 3.

Greek (Liddell-Scott)

προνομή: ἡ, ἐκδρομὴ στρατιωτῶν εἰς χώραν ἐχθρικὴν πρὸς συλλογὴν ἢ ἁρπαγὴν τροφῶν καὶ ἄλλων ἐπιτηδείων, ἐπισιτισμὸς ἐκ χώρας ἐχθρικῆς δι’ ἁρπαγῆς, ἐξάγειν εἰς προνομὰς Ξεν. Κύρ. 6. 1, 24· προνομὴν ἢ προνομὰς ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 1, 33., 2. 4, 25· ― πεδία προνομὰς ἔχοντα, κατάλληλα πρὸς συγκομιδὴν φορβῆς, Πλουτ. Φάβ. 6. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, στρατιωτικαὶ συνοδίαι πρὸς συλλογὴν τροφῆς, σὺν προνομαῖς τὰ ἐπιτήδεια λαμβάνειν, διὰ προνομευτῶν, διὰ στρατιωτῶν, δηλ. ὡρισμένων νὰ συλλέγωσι τὰ ἐπιτήδεια ἐκ τῆς χώρας τῶν πολεμίων, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 16, Ἀν. 5. 1, 7, πρβλ. Πολύβ. 4. 73, 4. ΙΙ. τοῦ ἐλέφαντος ἡ προβοσκὶς (πρβλ. προνομαία), Πολύβ. 5. 84, 3. ΙΙΙ. = τῷ ἑπομ., Λουκ. Κρονοσόλ. 17.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 (πρό, en avant) action de fourrager ; αἱ προνομαί expédition pour se procurer du fourrage ; provision de fourrage;
2 (πρό, auparavant) droit d’être servi le premier dans un repas.
Étymologie: προνέμω.