χορταῖος: Difference between revisions

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χορταῖος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[χόρτον]], περίβολον (ἴδε [[χόρτος]] Ι)· - χιτὼν χ., χιτὼν [[δασύς]] ἐκ δορῶν, ὃν ἐφόρει ὁ ὑποκρινόμενος ἐν τῷ θεάτρῳ τὸν Σειληνόν, ἑρμηνευόμενον διὰ τοῦ μαλλωτὸς παρὰ Διον. τῷ Ἁλ. 7. 72, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 40· [[καθόλου]], δασὺ καὶ τραχὺ [[ἱμάτιον]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 704, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 60, Ἡσύχ.
|lstext='''χορταῖος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[χόρτον]], περίβολον (ἴδε [[χόρτος]] Ι)· - χιτὼν χ., χιτὼν [[δασύς]] ἐκ δορῶν, ὃν ἐφόρει ὁ ὑποκρινόμενος ἐν τῷ θεάτρῳ τὸν Σειληνόν, ἑρμηνευόμενον διὰ τοῦ μαλλωτὸς παρὰ Διον. τῷ Ἁλ. 7. 72, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 40· [[καθόλου]], δασὺ καὶ τραχὺ [[ἱμάτιον]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 704, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 60, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de fourrage, d’herbe : [[χορταῖος]] [[χιτών]], tunique d’une étoffe à longs poils que les Silènes portaient au théâtre et qui figurait le feuillage dont ils se couvraient à l’origine.<br />'''Étymologie:''' [[χόρτος]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορταῖος Medium diacritics: χορταῖος Low diacritics: χορταίος Capitals: ΧΟΡΤΑΙΟΣ
Transliteration A: chortaîos Transliteration B: chortaios Transliteration C: chortaios Beta Code: xortai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A of or for a farmyard (v. χόρτος 1):—χιτὼν χ. a shaggy coat of skins worn by the actor who played Silenus, expld. by μαλλωτός, D.H.7.72, cf. Ael.VH3.40: generally, rough coarse coat, Ar.Fr.707a, Hsch.    II χορταία, ἡ (sc. γῆ), pasture-land POxy.2113.19 (iv A. D., written κορτ-).

German (Pape)

[Seite 1367] 1) von Gras. – 2) χιτὼν χορταῖος, das Unterkleid, das die Silenen auf dem Theater trugen, zottig, mit langer Wolle, wie ein Schaafpelz, od Fries, auch μαλλωτός und ἀμφίμαλλος genannt D. Hal. 7, 72; Ael. V. H. 3, 40; Poll. 7, 60.

Greek (Liddell-Scott)

χορταῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χόρτον, περίβολον (ἴδε χόρτος Ι)· - χιτὼν χ., χιτὼν δασύς ἐκ δορῶν, ὃν ἐφόρει ὁ ὑποκρινόμενος ἐν τῷ θεάτρῳ τὸν Σειληνόν, ἑρμηνευόμενον διὰ τοῦ μαλλωτὸς παρὰ Διον. τῷ Ἁλ. 7. 72, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 40· καθόλου, δασὺ καὶ τραχὺ ἱμάτιον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 704, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 60, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de fourrage, d’herbe : χορταῖος χιτών, tunique d’une étoffe à longs poils que les Silènes portaient au théâtre et qui figurait le feuillage dont ils se couvraient à l’origine.
Étymologie: χόρτος.