ἀμφίμαλλος

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίμαλλος Medium diacritics: ἀμφίμαλλος Low diacritics: αμφίμαλλος Capitals: ΑΜΦΙΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: amphímallos Transliteration B: amphimallos Transliteration C: amfimallos Beta Code: a)mfi/mallos

English (LSJ)

ἀμφίμαλλον, woolly on both sides, Pherecr. 1 D., Ael.VH3.40, Poll.7.57.

Spanish (DGE)

-ον
con pelo por ambas caras Pherecr.14A (cj.), χιτῶνες Ael.VH 3.40, cf. Poll.7.57, τάπητες op. ἑτερόμαλλος Str.5.1.12
neutr. subst. τὸ ἀμφίμαλλον manto de lana peludo por ambas caras Varro LL 5.167.

German (Pape)

[Seite 141] auf beiden Seiten zottig, wollig, χιτῶνες Ael. V. H. 3, 40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
laineux des deux côtés, qui enveloppe de laine.
Étymologie: ἀμφί, μαλλός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίμαλλος: -ον, ἀμφοτέρωθεν μαλλωτός, Αἰλ. Π. Ἱ. 3. 40, Πολυδ. 7. 57.

Greek Monolingual

ἀμφίμαλλος, -ον (Α)
(κυρίως για τάπητες και χιτώνες) ο μαλλωτός, ο δασύς κι από τις δύο όψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + μαλλός «μαλλί»].