δειμαλέος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δειμαλέος''': -α, -ον, [[δειλός]], [[πλήρης]] φόβου, Μόσχ. 2. 20, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 2. ― Ἐπίρρ. –[[λέως]] Χρησμ. Σιβυλ. 1, σ. 176. ΙΙ. [[φοβερός]], ἐμποιῶν φόβον, Βατραχομ. 289, Θέογν. 1124.
|lstext='''δειμαλέος''': -α, -ον, [[δειλός]], [[πλήρης]] φόβου, Μόσχ. 2. 20, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 2. ― Ἐπίρρ. –[[λέως]] Χρησμ. Σιβυλ. 1, σ. 176. ΙΙ. [[φοβερός]], ἐμποιῶν φόβον, Βατραχομ. 289, Θέογν. 1124.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> effrayant;<br /><b>2</b> timide, craintif.<br />'''Étymologie:''' [[δεῖμα]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειμᾰλέος Medium diacritics: δειμαλέος Low diacritics: δειμαλέος Capitals: ΔΕΙΜΑΛΕΟΣ
Transliteration A: deimaléos Transliteration B: deimaleos Transliteration C: deimaleos Beta Code: deimale/os

English (LSJ)

α, ον,

   A timid, Arist.Phgn. 810a23, Mosch.2.20, Opp.C.1.165.    II horrible, fearful, Batr. 287, cj. in Thgn.1128.

German (Pape)

[Seite 537] 1) furchtsam, Mosch. 2, 20, – 2) furchtbar, ὅπλον Batr. 289; Theogn. 1128; Iul. Aeg. 59 (VII, 69).

Greek (Liddell-Scott)

δειμαλέος: -α, -ον, δειλός, πλήρης φόβου, Μόσχ. 2. 20, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 2. ― Ἐπίρρ. –λέως Χρησμ. Σιβυλ. 1, σ. 176. ΙΙ. φοβερός, ἐμποιῶν φόβον, Βατραχομ. 289, Θέογν. 1124.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 effrayant;
2 timide, craintif.
Étymologie: δεῖμα.