πέντοζος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πέντοζος''': -ον, ὡς τὸ [[πεντάοζος]], ὁ ἔχων [[πέντε]] ὄζους, κλάδους· ὁ Ἡσίοδ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 740 καλεῖ τὴν χεῖρα πέντοζον, «τοὺς δακτύλους ὄζοις εἰκάζων» (Πρόκλ.), πρβλ. [[πεντάκλαδος]].
|lstext='''πέντοζος''': -ον, ὡς τὸ [[πεντάοζος]], ὁ ἔχων [[πέντε]] ὄζους, κλάδους· ὁ Ἡσίοδ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 740 καλεῖ τὴν χεῖρα πέντοζον, «τοὺς δακτύλους ὄζοις εἰκάζων» (Πρόκλ.), πρβλ. [[πεντάκλαδος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à cinq nœuds <i>ou</i> branches.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[ὄζος]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέντοζος Medium diacritics: πέντοζος Low diacritics: πέντοζος Capitals: ΠΕΝΤΟΖΟΣ
Transliteration A: péntozos Transliteration B: pentozos Transliteration C: pentozos Beta Code: pe/ntozos

English (LSJ)

ον,

   A with five branches : as Subst., of the human hand, Hes. Op. 742, Hsch. s.v. ἐμῇ πεντόζῳ (prob.).

German (Pape)

[Seite 559] wie πεντάοζος, fünfästig, Hes. O. 742, von der Hand gesagt, das Fünfzack, gleichsam fünfzackige Gabel.

Greek (Liddell-Scott)

πέντοζος: -ον, ὡς τὸ πεντάοζος, ὁ ἔχων πέντε ὄζους, κλάδους· ὁ Ἡσίοδ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 740 καλεῖ τὴν χεῖρα πέντοζον, «τοὺς δακτύλους ὄζοις εἰκάζων» (Πρόκλ.), πρβλ. πεντάκλαδος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cinq nœuds ou branches.
Étymologie: πέντε, ὄζος.