πύανος: Difference between revisions
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πύᾰνος''': ὁ, παλαιοτέρα [[λέξις]] ἀντὶ τῆς μεταγεναστ. [[ὁλόπυρος]], Ἡλιόδ. παρ’ Ἀθην. 406C, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 61· ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει τὸ λακων. -πούανος διὰ τοῦ κύαμοι ἑφθοί, ἴδε ἐν λέξ. [[Πυανέψια]]· πρβλ. Εὐστ. 1283. 10, Φώτ. | |lstext='''πύᾰνος''': ὁ, παλαιοτέρα [[λέξις]] ἀντὶ τῆς μεταγεναστ. [[ὁλόπυρος]], Ἡλιόδ. παρ’ Ἀθην. 406C, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 61· ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει τὸ λακων. -πούανος διὰ τοῦ κύαμοι ἑφθοί, ἴδε ἐν λέξ. [[Πυανέψια]]· πρβλ. Εὐστ. 1283. 10, Φώτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />fève, <i>fruit</i> ; gros grain d’orge mondé.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κύανος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ὁ,= ὁλόπυρος, Heliod.Hist.3, cf. Poll.6.61; but Lacon. πούανοι,
A = κύαμοι ἑφθοί, Hsch.; neut. pl. πύανα, Hp.Mul.2.113 (one cod.); cf.sq.
Greek (Liddell-Scott)
πύᾰνος: ὁ, παλαιοτέρα λέξις ἀντὶ τῆς μεταγεναστ. ὁλόπυρος, Ἡλιόδ. παρ’ Ἀθην. 406C, Πολυδ. Ϛ΄, 61· ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει τὸ λακων. -πούανος διὰ τοῦ κύαμοι ἑφθοί, ἴδε ἐν λέξ. Πυανέψια· πρβλ. Εὐστ. 1283. 10, Φώτ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fève, fruit ; gros grain d’orge mondé.
Étymologie: DELG κύανος.