ἐξαιρετέος: Difference between revisions
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξαιρετέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐξαιρέω]], ὃν δεῖ ἐξαιρεῖν, ἐκ τῆς στρατιᾶς Ξεν. Κύρ. 2. 2, 23. 2) «ἐξαιρετέα˙ [[ἀξία]] τοῦ καταστραφῆναι (Δίων Κ. ἐν Ἀποσπ. 58), ἡ Καρχηδὼν πολλοῖς Ρωμαίων ἐξαιρετέα ἐδόκει [[εἶναι]]» Σουΐδ. ἐν λέξει. ΙΙ. ἐξαιρετέον, [[ἀφαιρετέον]], ἀποβλητέον, τὴν δ’ ἀναρχίαν ἐξαιρετέον ἐκ παντὸς τοῦ βίου πάντων τῶν ἀνθρώπων Πλάτ. Νόμοι 942C, Θεαίτ. 157Β. 2) πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, νὰ «βγάλῃ [[μερίδιον]]», γυναῖκας ἐξαιρετέον ἂν εἴη Ξεν. Κύρ. 4, 5, 52. | |lstext='''ἐξαιρετέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐξαιρέω]], ὃν δεῖ ἐξαιρεῖν, ἐκ τῆς στρατιᾶς Ξεν. Κύρ. 2. 2, 23. 2) «ἐξαιρετέα˙ [[ἀξία]] τοῦ καταστραφῆναι (Δίων Κ. ἐν Ἀποσπ. 58), ἡ Καρχηδὼν πολλοῖς Ρωμαίων ἐξαιρετέα ἐδόκει [[εἶναι]]» Σουΐδ. ἐν λέξει. ΙΙ. ἐξαιρετέον, [[ἀφαιρετέον]], ἀποβλητέον, τὴν δ’ ἀναρχίαν ἐξαιρετέον ἐκ παντὸς τοῦ βίου πάντων τῶν ἀνθρώπων Πλάτ. Νόμοι 942C, Θεαίτ. 157Β. 2) πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, νὰ «βγάλῃ [[μερίδιον]]», γυναῖκας ἐξαιρετέον ἂν εἴη Ξεν. Κύρ. 4, 5, 52. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qu’il faut écarter de;<br /><b>2</b> qu’il faut choisir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξαιρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A to be taken out or removed, ἐκ τῆς στρατιᾶς X.Cyr.2.2.23. II ἐξαιρετέον one must take out, remove, τὴν ἀναρχίαν ἐκ παντὸς τοῦ βίου Pl.Lg.942c, cf. Tht.157b. 2 one must pick out, select, X.Cyr.4.5.52.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαιρετέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐξαιρέω, ὃν δεῖ ἐξαιρεῖν, ἐκ τῆς στρατιᾶς Ξεν. Κύρ. 2. 2, 23. 2) «ἐξαιρετέα˙ ἀξία τοῦ καταστραφῆναι (Δίων Κ. ἐν Ἀποσπ. 58), ἡ Καρχηδὼν πολλοῖς Ρωμαίων ἐξαιρετέα ἐδόκει εἶναι» Σουΐδ. ἐν λέξει. ΙΙ. ἐξαιρετέον, ἀφαιρετέον, ἀποβλητέον, τὴν δ’ ἀναρχίαν ἐξαιρετέον ἐκ παντὸς τοῦ βίου πάντων τῶν ἀνθρώπων Πλάτ. Νόμοι 942C, Θεαίτ. 157Β. 2) πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, νὰ «βγάλῃ μερίδιον», γυναῖκας ἐξαιρετέον ἂν εἴη Ξεν. Κύρ. 4, 5, 52.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qu’il faut écarter de;
2 qu’il faut choisir.
Étymologie: ἐξαιρέω.