καρπάλιμος: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρπάλῐμος''': -ον, (ἴδε ἐν λ. [[κραιπνός]])· - Ἐπίκ. ἐπίθ., [[ταχύς]], Λατ. rapidus, ἐπίθετον τῶν ποδῶν, Ἰλ. ΙΙ. 342, 809, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 280· οὕτω παρ' Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 957 (Λυρ.):- Ἀλλ᾽ ὁ Ὅμ. πολλῷ συνηθέστερον ἔχει τὸ Ἐπίρρ. καρπαλίμως, [[ταχέως]], ὁρμητικῶς, Ἰλ. Α. 359, κτλ. 2) παρὰ Πινδ. ΙΙ. 12. 35, γένυες καρπ., πρόθυμοι σιαγόνες.
|lstext='''καρπάλῐμος''': -ον, (ἴδε ἐν λ. [[κραιπνός]])· - Ἐπίκ. ἐπίθ., [[ταχύς]], Λατ. rapidus, ἐπίθετον τῶν ποδῶν, Ἰλ. ΙΙ. 342, 809, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 280· οὕτω παρ' Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 957 (Λυρ.):- Ἀλλ᾽ ὁ Ὅμ. πολλῷ συνηθέστερον ἔχει τὸ Ἐπίρρ. καρπαλίμως, [[ταχέως]], ὁρμητικῶς, Ἰλ. Α. 359, κτλ. 2) παρὰ Πινδ. ΙΙ. 12. 35, γένυες καρπ., πρόθυμοι σιαγόνες.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />prompt, agile, rapide.<br />'''Étymologie:''' R. Καρπ, être rapide, cf. [[κραιπνός]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπάλῐμος Medium diacritics: καρπάλιμος Low diacritics: καρπάλιμος Capitals: ΚΑΡΠΑΛΙΜΟΣ
Transliteration A: karpálimos Transliteration B: karpalimos Transliteration C: karpalimos Beta Code: karpa/limos

English (LSJ)

[πᾰ], ον, (κάλπη A) Ep. Adj.

   A swift, πόδες Il.16.342, 809, A.R.3.280, cf. Ar.Th.957 (lyr.): more freq. in Adv. -μως swiftly, Il. 1.359, etc.    2 eager, ravenous, γένυες Pi.P.12.20.

German (Pape)

[Seite 1328] (ἁρπάλιμος, von ἁρπάζω), reißend schnell; ποσὶ καρπαλίμοις Il. 16, 342. 809. 22, 166; Ar. Th. 957 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 280. – Bei Pind. P. 12, 20 wird ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων vom Schol. ἰσχυρῶν erkl., ist aber = ἁρπάλιμος zu nehmen. – Adv. καρπαλίμως, schnell, Il. 2, 17. 3, 117 Od. 2, 406 u. sonst, wie Ap. Rh. 3, 450.

Greek (Liddell-Scott)

καρπάλῐμος: -ον, (ἴδε ἐν λ. κραιπνός)· - Ἐπίκ. ἐπίθ., ταχύς, Λατ. rapidus, ἐπίθετον τῶν ποδῶν, Ἰλ. ΙΙ. 342, 809, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 280· οὕτω παρ' Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 957 (Λυρ.):- Ἀλλ᾽ ὁ Ὅμ. πολλῷ συνηθέστερον ἔχει τὸ Ἐπίρρ. καρπαλίμως, ταχέως, ὁρμητικῶς, Ἰλ. Α. 359, κτλ. 2) παρὰ Πινδ. ΙΙ. 12. 35, γένυες καρπ., πρόθυμοι σιαγόνες.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
prompt, agile, rapide.
Étymologie: R. Καρπ, être rapide, cf. κραιπνός.