πάφλασμα: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάφλασμα''': τό, τὸ ἀνάβρασμα ἐπὶ τῆς θαλάσσης· ― μεταφορ., παφλάσματα, θορυβώδη φυσήματα, κομπασμοί, φλυαρίαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1243· ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει «[[φλασμός]]· [[τῦφος]]».
|lstext='''πάφλασμα''': τό, τὸ ἀνάβρασμα ἐπὶ τῆς θαλάσσης· ― μεταφορ., παφλάσματα, θορυβώδη φυσήματα, κομπασμοί, φλυαρίαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1243· ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει «[[φλασμός]]· [[τῦφος]]».
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />bruit de l’eau qui bouillonne ; <i>fig.</i> τὰ παφλάσματα paroles ronflantes, bavardage.<br />'''Étymologie:''' [[παφλάζω]].
}}
}}