ἀσεβής: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσεβής''': -ές, (σέβω) ὁ μὴ [[εὐσεβής]], ὁ μὴ σεβόμενος θεούς, ἄθεος, [[βέβηλος]], [[ἐναγής]], [[ἱερόσυλος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[εὐσεβής]], Πινδ. Ἀποσπ. 97. 1, Αἰσχύλ. Ἰκ. 9· τὸν ἀσεβῆ, ἐπὶ τοῦ Οἰδίποδος, Σοφ. Ο. Τ. 1382, 1441: τὸ ἀσ. = [[ἀσέβεια]], Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 16· [[μετὰ]] γεν., θεῶν [[ἀσεβής]], μὴ σεβόμενος θεούς, Παυσ. 4. 8, 1· περὶ θεοὺς Ξεν. Κύρ. 8. 8, 27· πρὸς ἀλλοτρίους Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 5. 10, 5. - Ἐπίρρ. -βῶς, ὑπερθ. -έστατα, Δίων Κ. 79. 9. | |lstext='''ἀσεβής''': -ές, (σέβω) ὁ μὴ [[εὐσεβής]], ὁ μὴ σεβόμενος θεούς, ἄθεος, [[βέβηλος]], [[ἐναγής]], [[ἱερόσυλος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[εὐσεβής]], Πινδ. Ἀποσπ. 97. 1, Αἰσχύλ. Ἰκ. 9· τὸν ἀσεβῆ, ἐπὶ τοῦ Οἰδίποδος, Σοφ. Ο. Τ. 1382, 1441: τὸ ἀσ. = [[ἀσέβεια]], Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 16· [[μετὰ]] γεν., θεῶν [[ἀσεβής]], μὴ σεβόμενος θεούς, Παυσ. 4. 8, 1· περὶ θεοὺς Ξεν. Κύρ. 8. 8, 27· πρὸς ἀλλοτρίους Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 5. 10, 5. - Ἐπίρρ. -βῶς, ὑπερθ. -έστατα, Δίων Κ. 79. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />impie, sacrilège ; τὸ ἀσεβές impiété ; profane LSJ;<br /><i>Cp.</i> ἀσεβέστερος, <i>Sp.</i> ἀσεβέστατος.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[σέβω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (σέβω)
A ungodly, unholy, profane, sacrilegious, opp. εὐσεβής, Pi.Fr.132.1, A. Supp.9 (anap.); τὸν ἀσεβῆ, of Oedipus, S.OT1382,1441; σκοπῶν τί ἀ. X.Mem.1.1.16: c. gen., θεῶν ἀσεβής against them, Paus.4.8.1; ἀσεβέστεροι περὶ θεούς X.Cyr.8.8.27; πρὸς ἀλλοτρίους J.BJ5.10.5. Adv. -βῶς, Sup. -έστατα D.C.79.9.
German (Pape)
[Seite 369] ές, die Götter nicht ehrend, gottlos, frevelhaft, Pind. frg. 97; Aesch. Sept. 813 u. Folgde; Ggstz θεοσεβής Plat. Crat. 394 d; auch ἔργα u. dgl.; τὸ ἀσεβές, Gottlosigkeit, Xen. Mem. 1, 1, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσεβής: -ές, (σέβω) ὁ μὴ εὐσεβής, ὁ μὴ σεβόμενος θεούς, ἄθεος, βέβηλος, ἐναγής, ἱερόσυλος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὐσεβής, Πινδ. Ἀποσπ. 97. 1, Αἰσχύλ. Ἰκ. 9· τὸν ἀσεβῆ, ἐπὶ τοῦ Οἰδίποδος, Σοφ. Ο. Τ. 1382, 1441: τὸ ἀσ. = ἀσέβεια, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 16· μετὰ γεν., θεῶν ἀσεβής, μὴ σεβόμενος θεούς, Παυσ. 4. 8, 1· περὶ θεοὺς Ξεν. Κύρ. 8. 8, 27· πρὸς ἀλλοτρίους Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 5. 10, 5. - Ἐπίρρ. -βῶς, ὑπερθ. -έστατα, Δίων Κ. 79. 9.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
impie, sacrilège ; τὸ ἀσεβές impiété ; profane LSJ;
Cp. ἀσεβέστερος, Sp. ἀσεβέστατος.
Étymologie: ἀ, σέβω.