ἀναλογέω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναλογέω''': εἶμαι [[ἀνάλογος]], [[σπλάγχνον]] οὐκ ἔχει ἀναλογοῦν Ἀριστ. Ἀποσπ. 315· τοῖς τᾶς ἀξίας βασμοῖς ἀνελόγησε, πρὸς τοὺς βαθμοὺς τῆς [[ἑαυτοῦ]] τάξεως ἀνελόγησε, Ἐπιγραφ. Μυτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2189, πρβλ. 3486, Ἀθήν. 80C, 81A, κτλ.
|lstext='''ἀναλογέω''': εἶμαι [[ἀνάλογος]], [[σπλάγχνον]] οὐκ ἔχει ἀναλογοῦν Ἀριστ. Ἀποσπ. 315· τοῖς τᾶς ἀξίας βασμοῖς ἀνελόγησε, πρὸς τοὺς βαθμοὺς τῆς [[ἑαυτοῦ]] τάξεως ἀνελόγησε, Ἐπιγραφ. Μυτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2189, πρβλ. 3486, Ἀθήν. 80C, 81A, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être proportionnel <i>ou</i> analogue, correspondre à τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνάλογος]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλογέω Medium diacritics: ἀναλογέω Low diacritics: αναλογέω Capitals: ΑΝΑΛΟΓΕΩ
Transliteration A: analogéō Transliteration B: analogeō Transliteration C: analogeo Beta Code: a)naloge/w

English (LSJ)

   A to be analogous, σπλάγχνον οὐκ ἔχει ἀναλογοῦν Arist. Fr.334: c. dat., Phld.Sign.37, Ph.1.278, etc.; ὁ τεχνίτης ὁ -ῶν τῷ Φειδίᾳ Gal.Nat.Fac.2.3: c. acc., ἀ. τὴν ἐπιμέλειαν to be capable of performing a service, PAmh.64.13; ἀ. τοῖς τᾶς ἀξίας βάσμοις to keep up to the degrees of his rank, IG12(2).243.17 (Mytilene), cf. CIG3486 (Thyatira), J.AJ4.8.4, Ath.3.80c, etc.    2 Math., to be proportionate, Cleom.1.7.

German (Pape)

[Seite 196] in einem richtigen Verhältniß zu einer Sache stehen, analog sein, Sp., z. B. Schol. metr. vett. Pind. i. A. τινί

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλογέω: εἶμαι ἀνάλογος, σπλάγχνον οὐκ ἔχει ἀναλογοῦν Ἀριστ. Ἀποσπ. 315· τοῖς τᾶς ἀξίας βασμοῖς ἀνελόγησε, πρὸς τοὺς βαθμοὺς τῆς ἑαυτοῦ τάξεως ἀνελόγησε, Ἐπιγραφ. Μυτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2189, πρβλ. 3486, Ἀθήν. 80C, 81A, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être proportionnel ou analogue, correspondre à τινι.
Étymologie: ἀνάλογος.