ὀφειλέτης: Difference between revisions

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀφειλέτης''': -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, [[χρεώστης]], τινι Πλάτ. Νόμ. 736D, κτλ.· ὀφ. εἰμί, μετ’ ἀπαρ., εἶμαι [[ὑπόχρεως]] νά..., Σοφ. Αἴ. 560· ― θηλ. ὀφειλέτις, ιδος, Εὐρ. Ρῆσ. 965.
|lstext='''ὀφειλέτης''': -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, [[χρεώστης]], τινι Πλάτ. Νόμ. 736D, κτλ.· ὀφ. εἰμί, μετ’ ἀπαρ., εἶμαι [[ὑπόχρεως]] νά..., Σοφ. Αἴ. 560· ― θηλ. ὀφειλέτις, ιδος, Εὐρ. Ρῆσ. 965.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />débiteur : ποιεῖν [[τι]] SOPH obligé, par reconnaissance <i>ou</i> en retour, à faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[ὀφείλω]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφειλέτης Medium diacritics: ὀφειλέτης Low diacritics: οφειλέτης Capitals: ΟΦΕΙΛΕΤΗΣ
Transliteration A: opheilétēs Transliteration B: opheiletēs Transliteration C: ofeiletis Beta Code: o)feile/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A debtor, τινι Pl.Lg.736d, etc.; ὀ. εἰμί c. inf., I am under bond to... S.Aj.590, cf. Ep.Rom.8.12: —fem. ὀφειλ-έτις, ιδος, E.Rh.965.

German (Pape)

[Seite 424] ὁ, der Schuldner, der Etwas zu thun oder zu leisten schuldig ist; Soph. Ai. 587; Plat. Legg. V, 736 d; Sp., wie N. T., Matth. 7, 12; χάριτος, Plut. Crass. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφειλέτης: -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, χρεώστης, τινι Πλάτ. Νόμ. 736D, κτλ.· ὀφ. εἰμί, μετ’ ἀπαρ., εἶμαι ὑπόχρεως νά..., Σοφ. Αἴ. 560· ― θηλ. ὀφειλέτις, ιδος, Εὐρ. Ρῆσ. 965.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
débiteur : ποιεῖν τι SOPH obligé, par reconnaissance ou en retour, à faire qch.
Étymologie: ὀφείλω.