πολεμιστήριος: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολεμιστήριος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 26· ― ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πολεμιστήν, ἵπποι Ἡρόδ. 1. 192 (διάφ. γραφ. πολεμιστέων πρβλ. [[πολεμιστής]]), Δημ. 1046. 11· βοή, θώραξ π. Ἀριστοφ. Ἀχ. 572, 1132· π. ἅρματα Ἡρόδ. 113, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 29· ἐλέφαντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1. 30· ἐλᾶν τὰ πολεμιστήρια, ἐλαύνειν τὰ πολεμικὰ ἅρματα (ἐν ἀγῶνι), στρατιωτική τις [[παιδιά]], Ἀριστοφ. Νεφ. 28· οὕτω, πολεμικὸν ἱππεύειν παίζοντα Πλάτ. Νόμ. 643C. ΙΙ. τὰ πολεμιστήρια = τὰ πολεμικά, ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 119Β, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 26.
|lstext='''πολεμιστήριος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 26· ― ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πολεμιστήν, ἵπποι Ἡρόδ. 1. 192 (διάφ. γραφ. πολεμιστέων πρβλ. [[πολεμιστής]]), Δημ. 1046. 11· βοή, θώραξ π. Ἀριστοφ. Ἀχ. 572, 1132· π. ἅρματα Ἡρόδ. 113, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 29· ἐλέφαντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1. 30· ἐλᾶν τὰ πολεμιστήρια, ἐλαύνειν τὰ πολεμικὰ ἅρματα (ἐν ἀγῶνι), στρατιωτική τις [[παιδιά]], Ἀριστοφ. Νεφ. 28· οὕτω, πολεμικὸν ἱππεύειν παίζοντα Πλάτ. Νόμ. 643C. ΙΙ. τὰ πολεμιστήρια = τὰ πολεμικά, ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 119Β, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 26.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />de guerre, qui concerne la guerre <i>ou</i> les guerriers ; πολεμιστήρια ἅρματα HDT chars de guerre ; <i>abs.</i> τὰ πολεμιστήρια les chars de guerre, <i>en gén.</i> l’appareil de guerre.<br />'''Étymologie:''' [[πολεμίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμιστήριος Medium diacritics: πολεμιστήριος Low diacritics: πολεμιστήριος Capitals: ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: polemistḗrios Transliteration B: polemistērios Transliteration C: polemistirios Beta Code: polemisth/rios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Plu.Cat.Ma.26:—

   A of or for a warrior, ἵπποι Hdt.1.192 (v.l. πολεμιστέων), X.Ages.9.6, cf. D.42.24; βοή, θώραξ π., Ar. Ach.572, 1132; π. ἅρματα war-chariots, Hdt.5.113, X.Cyr.6.1.29; ἐλέφαντες Arist.HA610a19; ὅπλα Schwyzer633.13 (Eresus, ii/i B.C.), cf. Supp.Epigr.4.267 (Panamara); ζεύγη D.S.1.54; παρασκευή Plu. l.c.; ἐλᾶν τὰ π. drive the war-chariots (in a race), Ar.Nu.28, cf. IG22.2311.58, and πολεμιστής fin.; ἅρμα π. ib.2316.56.    II τὰ π., = τὰ πολεμικά, Pl.Criti.119b, X.Cyr.8.8.26.    III -ήριος, ὁ, = sq., Nic. Dam.4J.

German (Pape)

[Seite 654] auch 2 Endgn, dem Krieger eigen, gehörig; ἵπποι, ἅρματα, Her. 1, 192. 5, 113; auch τὰ πολεμιστήρια, Zurüstungen zum Kriege, Plat. Critia. 119 b; Xen. Cyr. 8, 8, 26; bes. sc. ἅρματα, Kampf-, Streitwagen, 6, 1, 29. 7, 1, 47; ἐλέφαντες, Arist. H. A. 9, 1; Plut. Cleom. 35; so hieß auch ein Kampfspiel, Ar. Nubb. 28.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμιστήριος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 26· ― ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πολεμιστήν, ἵπποι Ἡρόδ. 1. 192 (διάφ. γραφ. πολεμιστέων πρβλ. πολεμιστής), Δημ. 1046. 11· βοή, θώραξ π. Ἀριστοφ. Ἀχ. 572, 1132· π. ἅρματα Ἡρόδ. 113, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 29· ἐλέφαντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1. 30· ἐλᾶν τὰ πολεμιστήρια, ἐλαύνειν τὰ πολεμικὰ ἅρματα (ἐν ἀγῶνι), στρατιωτική τις παιδιά, Ἀριστοφ. Νεφ. 28· οὕτω, πολεμικὸν ἱππεύειν παίζοντα Πλάτ. Νόμ. 643C. ΙΙ. τὰ πολεμιστήρια = τὰ πολεμικά, ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 119Β, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 26.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de guerre, qui concerne la guerre ou les guerriers ; πολεμιστήρια ἅρματα HDT chars de guerre ; abs. τὰ πολεμιστήρια les chars de guerre, en gén. l’appareil de guerre.
Étymologie: πολεμίζω.