ἔγκρισις: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔγκρισις''': -εως, ἡ, ([[ἐγκρίνω]]) ἐπιδοκιμασία, [[ἀποδοχή]], [[ἔγκρισις]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1770. 17. 2) [[ἐξέτασις]] ἀθλητῶν πρὶν γείνωσι παραδεκτοὶ εἰς τὸν ἀγῶνα, Λουκ. περὶ Εἰκόν. 11. ΙΙ. προσαρμογή, [[συνένωσις]], τὴν ἐπὶ τοὺς μηροὺς ἔγκρισιν (δ. γρ. ἔγκλισιν) Ἀλκίφρων 1. 9.
|lstext='''ἔγκρισις''': -εως, ἡ, ([[ἐγκρίνω]]) ἐπιδοκιμασία, [[ἀποδοχή]], [[ἔγκρισις]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1770. 17. 2) [[ἐξέτασις]] ἀθλητῶν πρὶν γείνωσι παραδεκτοὶ εἰς τὸν ἀγῶνα, Λουκ. περὶ Εἰκόν. 11. ΙΙ. προσαρμογή, [[συνένωσις]], τὴν ἐπὶ τοὺς μηροὺς ἔγκρισιν (δ. γρ. ἔγκλισιν) Ἀλκίφρων 1. 9.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />admission après examen à un concours, à une lutte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκρίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγκρῐσις Medium diacritics: ἔγκρισις Low diacritics: έγκρισις Capitals: ΕΓΚΡΙΣΙΣ
Transliteration A: énkrisis Transliteration B: enkrisis Transliteration C: egkrisis Beta Code: e)/gkrisis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἐγκρίνω)

   A approval, judgement, IG9(2).338.17 (Epist. Flaminini).    2 examination of athletes before admitting them to a contest, Luc.Pr.Im.11, Artem.1.59, Aristid.Or.29(40).18 (pl.).    II junction, meeting, ἡ ἐπὶ τοὺς μηροὺς ἔ. Alciphr.1.

German (Pape)

[Seite 710] ἡ, 1) Zulassung durch Wahl, bes. zum Wettkampfe (vgl. ἐγκρίνω), Luc. pro imag. 11; Artemidor. 1, 59. – 2) Bei Alciphr. 1, 39 die Stelle, wo die Schenkel u. der Hinterbacken zusammenstoßen.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγκρισις: -εως, ἡ, (ἐγκρίνω) ἐπιδοκιμασία, ἀποδοχή, ἔγκρισις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1770. 17. 2) ἐξέτασις ἀθλητῶν πρὶν γείνωσι παραδεκτοὶ εἰς τὸν ἀγῶνα, Λουκ. περὶ Εἰκόν. 11. ΙΙ. προσαρμογή, συνένωσις, τὴν ἐπὶ τοὺς μηροὺς ἔγκρισιν (δ. γρ. ἔγκλισιν) Ἀλκίφρων 1. 9.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
admission après examen à un concours, à une lutte.
Étymologie: ἐγκρίνω.