προβατογνώμων: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προβᾰτογνώμων''': -ον, ὁ ἱκανὸς περὶ τὴν διάγνωσιν τῶν προβάτων, [[ἔμπειρος]] κριτὴς αὐτῶν· μεταφορ., [[ἔμπειρος]] κριτὴς χαρακτῆρος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 795· πρβλ. [[ἱππογνώμων]]. | |lstext='''προβᾰτογνώμων''': -ον, ὁ ἱκανὸς περὶ τὴν διάγνωσιν τῶν προβάτων, [[ἔμπειρος]] κριτὴς αὐτῶν· μεταφορ., [[ἔμπειρος]] κριτὴς χαρακτῆρος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 795· πρβλ. [[ἱππογνώμων]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />qui se connaît en moutons ; <i>fig.</i> qui se connaît en hommes, bon pasteur de peuples.<br />'''Étymologie:''' [[πρόβατον]], [[γιγνώσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A good judge of cattle: metaph., good judge of character, A.Ag.795 (anap.).
German (Pape)
[Seite 711] ον, die Heerde beurtheilend, kennend, übertr., ὅστις δ' ἀγαθὸς προβατογνώμων, οὐκ ἔστι λαθεῖν ὄμματα φωτός, Aesch. Ag. 769, wer ein guter Hirte des Volks ist und es kennt.
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰτογνώμων: -ον, ὁ ἱκανὸς περὶ τὴν διάγνωσιν τῶν προβάτων, ἔμπειρος κριτὴς αὐτῶν· μεταφορ., ἔμπειρος κριτὴς χαρακτῆρος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 795· πρβλ. ἱππογνώμων.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
qui se connaît en moutons ; fig. qui se connaît en hommes, bon pasteur de peuples.
Étymologie: πρόβατον, γιγνώσκω.