τειχοποιΐα: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''τειχοποιΐα''': ἡ, τὸ τειχοποιεῖν, κτίζειν τείχη, ἐγείρειν ὀχυρώματα, Διόδ. 13. 35, Πλούτ. 2. 851Α.
|lstext='''τειχοποιΐα''': ἡ, τὸ τειχοποιεῖν, κτίζειν τείχη, ἐγείρειν ὀχυρώματα, Διόδ. 13. 35, Πλούτ. 2. 851Α.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />construction de remparts.<br />'''Étymologie:''' [[τειχοποιός]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 1081] ἡ, das Machen, Bauen, Errichten der Mauern; – das Amt des τειχοποιός.

Greek (Liddell-Scott)

τειχοποιΐα: ἡ, τὸ τειχοποιεῖν, κτίζειν τείχη, ἐγείρειν ὀχυρώματα, Διόδ. 13. 35, Πλούτ. 2. 851Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
construction de remparts.
Étymologie: τειχοποιός.