πυγμαῖος: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυγμαῖος''': -α, -ον, (πυγμὴ ΙΙ) ἔχων [[μῆκος]] ἢ [[μέγεθος]] πυγμῆς, Φιλοστρ. 512. 2) ἐπὶ μικροφυῶν ἀνθρώπων, [[νᾶνος]], Ἡρόδ. 3. 37, Ἀριστ. Προβλ. 10. 12· - Πυγμαῖοι, οἱ, μυθικὸν γένος νάνων κατὰ τὰ ἄνω τοῦ Νείλου, οὓς λέγεται καταπολέμησαν καὶ κατέστρεψαν αἱ γέρανοι, Ἰλ. Γ. 6 (ἴδε τὸν (Σχολ.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 3, πρβλ. Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''πυγμαῖος''': -α, -ον, (πυγμὴ ΙΙ) ἔχων [[μῆκος]] ἢ [[μέγεθος]] πυγμῆς, Φιλοστρ. 512. 2) ἐπὶ μικροφυῶν ἀνθρώπων, [[νᾶνος]], Ἡρόδ. 3. 37, Ἀριστ. Προβλ. 10. 12· - Πυγμαῖοι, οἱ, μυθικὸν γένος νάνων κατὰ τὰ ἄνω τοῦ Νείλου, οὓς λέγεται καταπολέμησαν καὶ κατέστρεψαν αἱ γέρανοι, Ἰλ. Γ. 6 (ἴδε τὸν (Σχολ.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 3, πρβλ. Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />haut d’une coudée ; nain ; [[οἱ]] Πυγμαῖοι les Pygmées, <i>peuple myth. de nains sur les bords du Nil</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πυγμή]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυγμαῖος Medium diacritics: πυγμαῖος Low diacritics: πυγμαίος Capitals: ΠΥΓΜΑΙΟΣ
Transliteration A: pygmaîos Transliteration B: pygmaios Transliteration C: pygmaios Beta Code: pugmai=os

English (LSJ)

α, ον, (

   A πυγμή 11) a πυγμή long or tall, ἀκρόθινα π. κολοσσῷ ἐφαρμόζων Philostr.VS1.19.2.    2 of men, dwarfish, Hdt.3.37, Arist. Pr.892a12, Phld.Sign.2.    II pr. n. Πυγμαῖοι, οἱ, the Pygmies, a fabulous race of dwarfs on the upper Nile, said to have been warred on and destroyed by cranes, Il.3.6, Arist.HA597a6, cf. Hdt.l.c.

German (Pape)

[Seite 813] eine Faust lang, s. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

πυγμαῖος: -α, -ον, (πυγμὴ ΙΙ) ἔχων μῆκοςμέγεθος πυγμῆς, Φιλοστρ. 512. 2) ἐπὶ μικροφυῶν ἀνθρώπων, νᾶνος, Ἡρόδ. 3. 37, Ἀριστ. Προβλ. 10. 12· - Πυγμαῖοι, οἱ, μυθικὸν γένος νάνων κατὰ τὰ ἄνω τοῦ Νείλου, οὓς λέγεται καταπολέμησαν καὶ κατέστρεψαν αἱ γέρανοι, Ἰλ. Γ. 6 (ἴδε τὸν (Σχολ.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 3, πρβλ. Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
haut d’une coudée ; nain ; οἱ Πυγμαῖοι les Pygmées, peuple myth. de nains sur les bords du Nil.
Étymologie: πυγμή.