παρανομία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρανομία''': ἡ, ὁ χαρακτὴρ καὶ ἡ διαγωγὴ τοῦ παρανόμου, [[παράβασις]] νόμου εὐπρεπείας ἢ τάξεως, Ἀντιφῶν 130. 42, Θουκ. 4. 98, Πλάτ. Πολ. 537E, κ. ἀλλ.· ἡ κατὰ τὸ [[σῶμα]] π. εἰς τὴν δίαιταν, [[ἕξις]] τοῦ βίου [[ἀκατάστατος]], Θουκ. 6. 15, πρβλ. 28 π. εἴς τινα Πολύβ. 3. 6, 13· [[περί]] τι Διον. Ἁλ. 8. 4.
|lstext='''παρανομία''': ἡ, ὁ χαρακτὴρ καὶ ἡ διαγωγὴ τοῦ παρανόμου, [[παράβασις]] νόμου εὐπρεπείας ἢ τάξεως, Ἀντιφῶν 130. 42, Θουκ. 4. 98, Πλάτ. Πολ. 537E, κ. ἀλλ.· ἡ κατὰ τὸ [[σῶμα]] π. εἰς τὴν δίαιταν, [[ἕξις]] τοῦ βίου [[ἀκατάστατος]], Θουκ. 6. 15, πρβλ. 28 π. εἴς τινα Πολύβ. 3. 6, 13· [[περί]] τι Διον. Ἁλ. 8. 4.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> violation de la loi, illégalité, méfait;<br /><b>2</b> violation des usages, des coutumes, singularité.<br />'''Étymologie:''' [[παράνομος]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανομία Medium diacritics: παρανομία Low diacritics: παρανομία Capitals: ΠΑΡΑΝΟΜΙΑ
Transliteration A: paranomía Transliteration B: paranomia Transliteration C: paranomia Beta Code: paranomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A transgression of law, decency, or order, Antipho 5.12, Th.4.98, Pl.R. 537e, etc. ; ἡ κατὰ τὸ σῶμα π. ἐς τὴν δίαιταν loose and disorderly habits of life, Th.6.15, cf. 28 ; π. εἴς τινας Plb.3.6.13 ; περὶ τὰς σπονδάς D.H. 8.4 ; illegality, personified, Plb.18.54.10.

German (Pape)

[Seite 491] ἡ, das Wesen und die Handlungsweise des παράνομος, das Handeln gegen Gesetze, Sitten u. Gebräuche, Gesetzwidrigkeit; Thuc. 4, 98; εἴς τι, z. B. εἰς τὴν δίαιταν, εἰς τὰ ἐπιτηδεύματα, eine ausschweifende, ungewöhnliche Lebensart, 6, 15. 28; παρανομίας ἐμπίπλανται, Plat. Rep. VII, 537 e, öfter; Sp., καὶ κατάλυσις τῶν ἐθῶν Luc. Tim. 42.

Greek (Liddell-Scott)

παρανομία: ἡ, ὁ χαρακτὴρ καὶ ἡ διαγωγὴ τοῦ παρανόμου, παράβασις νόμου εὐπρεπείας ἢ τάξεως, Ἀντιφῶν 130. 42, Θουκ. 4. 98, Πλάτ. Πολ. 537E, κ. ἀλλ.· ἡ κατὰ τὸ σῶμα π. εἰς τὴν δίαιταν, ἕξις τοῦ βίου ἀκατάστατος, Θουκ. 6. 15, πρβλ. 28 π. εἴς τινα Πολύβ. 3. 6, 13· περί τι Διον. Ἁλ. 8. 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 violation de la loi, illégalité, méfait;
2 violation des usages, des coutumes, singularité.
Étymologie: παράνομος.