νάρκισσος: Difference between revisions
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νάρκισσος''': ὁ, σπανίως, ἡ, Θεόκρ. 1. 133· - τὸ περιώνυμον [[ἄνθος]], narcissus, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 8. 428, Σοφ. Ο. Κ. 683, κτλ. - Ὑπῆρχον [[αὐτοῦ]] πολλὰ εἴδη, μεταξὺ δὲ αὐτῶν, πιθαν. ὁ κοινὸς [[νάρκισσος]], ὁ [[λευκός]], κοινῶς «μανοῦσι», Τουρκ. «ζερνεκαδές». (Ἐκ τοῦ [[νάρκη]], ὡς ἐκ τῶν ναρκωτικῶν [[αὐτοῦ]] ἰδιοτήτων, Πλούτ. 2. 647Β). | |lstext='''νάρκισσος''': ὁ, σπανίως, ἡ, Θεόκρ. 1. 133· - τὸ περιώνυμον [[ἄνθος]], narcissus, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 8. 428, Σοφ. Ο. Κ. 683, κτλ. - Ὑπῆρχον [[αὐτοῦ]] πολλὰ εἴδη, μεταξὺ δὲ αὐτῶν, πιθαν. ὁ κοινὸς [[νάρκισσος]], ὁ [[λευκός]], κοινῶς «μανοῦσι», Τουρκ. «ζερνεκαδές». (Ἐκ τοῦ [[νάρκη]], ὡς ἐκ τῶν ναρκωτικῶν [[αὐτοῦ]] ἰδιοτήτων, Πλούτ. 2. 647Β). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />narcisse, <i>fleur</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunt, pê [[νάρκη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, rarely ἡ, Theoc.1.133:—
A narcissus, of various species, h.Cer.8,428, S.OC683 (lyr.), Mosch.2.65; pheasant's eye, Narcissus poeticus, Thphr.HP6.8.1, Dsc.4.158; autumn narcissus, N. serotinus, Thphr.HP6.6.9; Narcissus Tazetta, polyanthus narcissus, Dsc.l.c. (this prob. in S. l.c.). (Connected with νάρκη, because of its narcotic properties, acc. to Plu.2.647b.)
German (Pape)
[Seite 229] ὁ, auch ἡ, Theocr. 1, 132 u. Ep. ad. 705 (App. 120), die Blume Narkissos, von der es mehrere Arten gab; H. h. Cer. 8. 428; καλλίβοτρυς, Soph. O. C. 689; Folgde, wahrscheinlich von ναρκάω, wegen ihres betäubenden Geruchs; vgl. Plut. Symp. 3, 1, 3 ὡς ἀμβλύνων τὰ νεῦρα καὶ βαρύτητας ἐμποιῶν ναρκώδεις.
Greek (Liddell-Scott)
νάρκισσος: ὁ, σπανίως, ἡ, Θεόκρ. 1. 133· - τὸ περιώνυμον ἄνθος, narcissus, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 8. 428, Σοφ. Ο. Κ. 683, κτλ. - Ὑπῆρχον αὐτοῦ πολλὰ εἴδη, μεταξὺ δὲ αὐτῶν, πιθαν. ὁ κοινὸς νάρκισσος, ὁ λευκός, κοινῶς «μανοῦσι», Τουρκ. «ζερνεκαδές». (Ἐκ τοῦ νάρκη, ὡς ἐκ τῶν ναρκωτικῶν αὐτοῦ ἰδιοτήτων, Πλούτ. 2. 647Β).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
narcisse, fleur.
Étymologie: DELG pê emprunt, pê νάρκη.