θυμόμαντις: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θῡμόμαντις''': -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐν τῇ ἐαυτοῦ ψυχῇ ἔχων τὴν μαντικὴν δύναμιν, ([[ἄνευ]] δηλ. ἐμπνεύσεως θείας ὡς ὁ [[θεόμαντις]]), Αἰσχύλ. Πέρσ. 224. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[θυμόμαντις]]˙ ὁ τὸ ἀποβησόμενον συλλογιζόμενος καὶ προγιγνώσκων, [[ψυχόμαντις]], καὶ συνεπῶς προορῶν τὰ ἀποβησόμενα» Ἡσύχ.˙ πρβλ. [[θυμόσοφος]], [[ψυχόμαντις]].
|lstext='''θῡμόμαντις''': -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐν τῇ ἐαυτοῦ ψυχῇ ἔχων τὴν μαντικὴν δύναμιν, ([[ἄνευ]] δηλ. ἐμπνεύσεως θείας ὡς ὁ [[θεόμαντις]]), Αἰσχύλ. Πέρσ. 224. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[θυμόμαντις]]˙ ὁ τὸ ἀποβησόμενον συλλογιζόμενος καὶ προγιγνώσκων, [[ψυχόμαντις]], καὶ συνεπῶς προορῶν τὰ ἀποβησόμενα» Ἡσύχ.˙ πρβλ. [[θυμόσοφος]], [[ψυχόμαντις]].
}}
{{bailly
|btext=εως;<br /><i>adj. m.</i><br />qui est devin par son cœur <i>ou</i> sa raison (<i>non par l’inspiration divine</i>, [[θεόμαντις]]).<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[μάντις]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμόμαντις Medium diacritics: θυμόμαντις Low diacritics: θυμόμαντις Capitals: ΘΥΜΟΜΑΝΤΙΣ
Transliteration A: thymómantis Transliteration B: thymomantis Transliteration C: thymomantis Beta Code: qumo/mantis

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ,

   A prophesying from one's own soul, A.Pers. 224 (troch.); cf. θυμόσοφος.

German (Pape)

[Seite 1224] εως, im Geiste ein Seher, mit prophetischem Geiste, Aesch. Pers. 220.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμόμαντις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐν τῇ ἐαυτοῦ ψυχῇ ἔχων τὴν μαντικὴν δύναμιν, (ἄνευ δηλ. ἐμπνεύσεως θείας ὡς ὁ θεόμαντις), Αἰσχύλ. Πέρσ. 224. - Καθ’ Ἡσύχ.: «θυμόμαντις˙ ὁ τὸ ἀποβησόμενον συλλογιζόμενος καὶ προγιγνώσκων, ψυχόμαντις, καὶ συνεπῶς προορῶν τὰ ἀποβησόμενα» Ἡσύχ.˙ πρβλ. θυμόσοφος, ψυχόμαντις.

French (Bailly abrégé)

εως;
adj. m.
qui est devin par son cœur ou sa raison (non par l’inspiration divine, θεόμαντις).
Étymologie: θυμός, μάντις.