κατακελεύω: Difference between revisions

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακελεύω''': [[ἐπιβάλλω]], ἐπιτάττω σιωπήν, κατακέλευσον = σιγήν πρόσταξον, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1273· [[καθόλου]], ἐπιτάττω, διατάττω, μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Ὄθων 18. 2) ἰδίως ἐπὶ τοῦ κελευστοῦ, δίδω τὰ προστάγματα καὶ ὁδηγῶ εἰς τὸν χρόνον ἢ ῥυθμὸν τῆς κωπηλασίας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 208.
|lstext='''κατακελεύω''': [[ἐπιβάλλω]], ἐπιτάττω σιωπήν, κατακέλευσον = σιγήν πρόσταξον, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1273· [[καθόλου]], ἐπιτάττω, διατάττω, μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Ὄθων 18. 2) ἰδίως ἐπὶ τοῦ κελευστοῦ, δίδω τὰ προστάγματα καὶ ὁδηγῶ εἰς τὸν χρόνον ἢ ῥυθμὸν τῆς κωπηλασίας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 208.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> faire faire silence ; commander avec inf.;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> marquer la mesure pour les rameurs.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κελεύω]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακελεύω Medium diacritics: κατακελεύω Low diacritics: κατακελεύω Capitals: ΚΑΤΑΚΕΛΕΥΩ
Transliteration A: katakeleúō Transliteration B: katakeleuō Transliteration C: katakeleyo Beta Code: katakeleu/w

English (LSJ)

   A command silence, Ar. Av.1273: generally, command, c. inf., Plu.Oth.18 (s. v.l.).    2 of the boatswain, give the time in rowing, Ar.Ra.207.

German (Pape)

[Seite 1352] (s. κελεύω), befehlen; c. inf, Plut. Oth. 18; zurufen, den Ruderern den Takt angeben, Ar. Ran. 208; danach übertr. Av. 1273, nach den Schol. σιγὴν πρόσταξον.

Greek (Liddell-Scott)

κατακελεύω: ἐπιβάλλω, ἐπιτάττω σιωπήν, κατακέλευσον = σιγήν πρόσταξον, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1273· καθόλου, ἐπιτάττω, διατάττω, μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Ὄθων 18. 2) ἰδίως ἐπὶ τοῦ κελευστοῦ, δίδω τὰ προστάγματα καὶ ὁδηγῶ εἰς τὸν χρόνον ἢ ῥυθμὸν τῆς κωπηλασίας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 208.

French (Bailly abrégé)

1 faire faire silence ; commander avec inf.;
2 particul. marquer la mesure pour les rameurs.
Étymologie: κατά, κελεύω.