ἄθυτος: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄθῠτος''': -ον, ὁ μὴ θυσιασθείς, ὁ παραμεληθείς, [[ἱερά]], Λυσ. 175. 34. 2) ὁ μὴ μετ’ ἐπιτυχίας θυσιασθείς, ἱερὰ ἄθ., Λατ. Sacra inauspicata, μὴ γενόμενα δεκτά, Αἰσχίν. 75. 12., 72., 16· πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1006· (ἐκ θυμάτων [[Ἥφαιστος]] οὐκ ἔλαμπεν) καὶ ἴδε τὰς λέξ. ἄπυρος, [[ἀνίερος]]: - μεταφ. ἄθυτα παλλακῶν σπέρματα, περὶ νόθων παίδων, Πλάτ. Νόμ. 841D, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει ἄθυτοι γάμοι. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προσφέρων, ὁ μὴ θύων, ἄθυτον ἀπελθεῖν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 23.
|lstext='''ἄθῠτος''': -ον, ὁ μὴ θυσιασθείς, ὁ παραμεληθείς, [[ἱερά]], Λυσ. 175. 34. 2) ὁ μὴ μετ’ ἐπιτυχίας θυσιασθείς, ἱερὰ ἄθ., Λατ. Sacra inauspicata, μὴ γενόμενα δεκτά, Αἰσχίν. 75. 12., 72., 16· πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1006· (ἐκ θυμάτων [[Ἥφαιστος]] οὐκ ἔλαμπεν) καὶ ἴδε τὰς λέξ. ἄπυρος, [[ἀνίερος]]: - μεταφ. ἄθυτα παλλακῶν σπέρματα, περὶ νόθων παίδων, Πλάτ. Νόμ. 841D, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει ἄθυτοι γάμοι. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προσφέρων, ὁ μὴ θύων, ἄθυτον ἀπελθεῖν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 23.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> non sacrifié, non offert en sacrifice;<br /><b>2</b> non accepté comme sacrifice;<br /><b>II.</b> qui ne sacrifie pas <i>ou</i> n’a pas sacrifié.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[θύω]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄθῠτος Medium diacritics: ἄθυτος Low diacritics: άθυτος Capitals: ΑΘΥΤΟΣ
Transliteration A: áthytos Transliteration B: athytos Transliteration C: athytos Beta Code: a)/qutos

English (LSJ)

ον,

   A not offered, i.e. omitted, ἱερά Lys.26.6.    2 not successfully offered, ἱερά Aeschin.3.131, 152: metaph., ἄ. παλλακῶν σπέρματα, of illegitimate children, Pl.Lg.841d, cf. Suid. s.v. ἄθυτοι γάμοι.    3 not fit to be offered, LXX Le.19.7, cf. Philostr.V A8.7.10.    4 of a god, to whom no sacrifice is offered, D.H.8.25.    5 not fit for sacrifice, opp. θύσιμος, Lib.Decl.13.63.    6 = ἄπυρος, Hsch.    II Act., without sacrificing, ἄθυτος ἀπελθεῖν X.HG3.2.22.

German (Pape)

[Seite 48] nicht geopfert, πέλανα Eur. Hipp. 147; nicht durch Opfer gefeiert, τὰ ἱερὰ ἄθυτα γίγνεται, Lys. 26, 6. 30, 20; anders Aesch. 3, 131, neben ἀκαλλιέρητος, wofür nachher einfach steht οὐκ ἦν καλὰ τὰ ἱερά, Bei Plat. Legg. VIII, 841 d σπέρματα παλλακῶν καὶ νοθά, nicht durch Opfer eingeweiht; Xen. Hell. 3, 2, 23, der nicht geopfert hat.

Greek (Liddell-Scott)

ἄθῠτος: -ον, ὁ μὴ θυσιασθείς, ὁ παραμεληθείς, ἱερά, Λυσ. 175. 34. 2) ὁ μὴ μετ’ ἐπιτυχίας θυσιασθείς, ἱερὰ ἄθ., Λατ. Sacra inauspicata, μὴ γενόμενα δεκτά, Αἰσχίν. 75. 12., 72., 16· πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1006· (ἐκ θυμάτων Ἥφαιστος οὐκ ἔλαμπεν) καὶ ἴδε τὰς λέξ. ἄπυρος, ἀνίερος: - μεταφ. ἄθυτα παλλακῶν σπέρματα, περὶ νόθων παίδων, Πλάτ. Νόμ. 841D, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει ἄθυτοι γάμοι. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προσφέρων, ὁ μὴ θύων, ἄθυτον ἀπελθεῖν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 non sacrifié, non offert en sacrifice;
2 non accepté comme sacrifice;
II. qui ne sacrifie pas ou n’a pas sacrifié.
Étymologie: ἀ, θύω.