αἱμυλία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱμυλία''': ἡ, ([[αἱμύλος]]) = ὁ [[ἐπίχαρις]] καὶ θελκτικὸς [[τρόπος]], πρὸς δὲ καὶ ὁ δολερὸς [[τρόπος]], Πλουτ. Νουμ. 8.
|lstext='''αἱμυλία''': ἡ, ([[αἱμύλος]]) = ὁ [[ἐπίχαρις]] καὶ θελκτικὸς [[τρόπος]], πρὸς δὲ καὶ ὁ δολερὸς [[τρόπος]], Πλουτ. Νουμ. 8.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />grâce, charme, gentillesse.<br />'''Étymologie:''' [[αἱμύλος]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμυλία Medium diacritics: αἱμυλία Low diacritics: αιμυλία Capitals: ΑΙΜΥΛΙΑ
Transliteration A: haimylía Transliteration B: haimylia Transliteration C: aimylia Beta Code: ai(muli/a

English (LSJ)

ἡ, (αἱμύλος)

   A wheedling, αἱ. καὶ χάρις Plu.Num.8, prob. in Phld.Rh.2.77 S.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμυλία: ἡ, (αἱμύλος) = ὁ ἐπίχαρις καὶ θελκτικὸς τρόπος, πρὸς δὲ καὶ ὁ δολερὸς τρόπος, Πλουτ. Νουμ. 8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grâce, charme, gentillesse.
Étymologie: αἱμύλος.