ἀερσίπους: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀερσίπους''': ὁ , ἡ, -πουν, τό, = ὁ αἴρων ὑψηλὰ τὸν [[πόδα]], ζωηρῶς ἀναπηδῶν, ἵπποι ἀερσίποδες, Ἰλ. Σ. 532: συνῃρ. ἀρσίποδες, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 211. | |lstext='''ἀερσίπους''': ὁ , ἡ, -πουν, τό, = ὁ αἴρων ὑψηλὰ τὸν [[πόδα]], ζωηρῶς ἀναπηδῶν, ἵπποι ἀερσίποδες, Ἰλ. Σ. 532: συνῃρ. ἀρσίποδες, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 211. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ίποδος<br />qui lève le pied, rapide.<br />'''Étymologie:''' [[ἀείρω]], [[πούς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό,
A high-stepping, ἵπποι ἀερσίποδες Il.18.532; contr.ἀρσί ποδες h.Ven.211, AP7.717.
German (Pape)
[Seite 43] οδος, die Füße hebend, trabend, Hom. dreimal, ἵπποι ἀερσίποδες Iliad. 3, 327. 23, 475, ἐφ' ἵππων βάντες ἀερσιπόδων 18, 532; – h. Ven. 212.
Greek (Liddell-Scott)
ἀερσίπους: ὁ , ἡ, -πουν, τό, = ὁ αἴρων ὑψηλὰ τὸν πόδα, ζωηρῶς ἀναπηδῶν, ἵπποι ἀερσίποδες, Ἰλ. Σ. 532: συνῃρ. ἀρσίποδες, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 211.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ίποδος
qui lève le pied, rapide.
Étymologie: ἀείρω, πούς.