αἴσθημα: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἴσθημα''': -ατος, τό, τὸ διὰ τῶν αἰσθήσεων ἐννοούμενον, ἢ ἡ [[ἀντίληψις]] ἀντικειμένου τινός, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 19, 3. Μεταφ. 3. 5. 29, κτλ. ΙΙ. [[ἀντίληψις]] ἢ [[κατανόησις]] πράγματός τινος, κακῶν, Εὐρ. Ι. Α. 1243.
|lstext='''αἴσθημα''': -ατος, τό, τὸ διὰ τῶν αἰσθήσεων ἐννοούμενον, ἢ ἡ [[ἀντίληψις]] ἀντικειμένου τινός, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 19, 3. Μεταφ. 3. 5. 29, κτλ. ΙΙ. [[ἀντίληψις]] ἢ [[κατανόησις]] πράγματός τινος, κακῶν, Εὐρ. Ι. Α. 1243.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />sentiment (de qch).<br />'''Étymologie:''' [[αἰσθάνομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἴσθημα Medium diacritics: αἴσθημα Low diacritics: αίσθημα Capitals: ΑΙΣΘΗΜΑ
Transliteration A: aísthēma Transliteration B: aisthēma Transliteration C: aisthima Beta Code: ai)/sqhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A object of sensation, Arist. APo.99b37, Metaph.1010b32, Plot.4.3.25 and 29; τὸ νοεῖν γέγονεν αἰσθήμασι μόνοις Phld.D.1.13, etc.    II sense or perception of a thing, κακῶν E.IA1243.

Greek (Liddell-Scott)

αἴσθημα: -ατος, τό, τὸ διὰ τῶν αἰσθήσεων ἐννοούμενον, ἢ ἡ ἀντίληψις ἀντικειμένου τινός, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 19, 3. Μεταφ. 3. 5. 29, κτλ. ΙΙ. ἀντίληψιςκατανόησις πράγματός τινος, κακῶν, Εὐρ. Ι. Α. 1243.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sentiment (de qch).
Étymologie: αἰσθάνομαι.