αἱμακτός: Difference between revisions
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἱμακτός''': ή, ήν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[αἱμάσσω]], ἀναμεμιγμένος αἵματι, ἐξ αἵματος ἀποτελούμενος, Εὐρ. Ι. Τ. 644. | |lstext='''αἱμακτός''': ή, ήν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[αἱμάσσω]], ἀναμεμιγμένος αἵματι, ἐξ αἵματος ἀποτελούμενος, Εὐρ. Ι. Τ. 644. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />ensanglanté.<br />'''Étymologie:''' [[αἱμάσσω]]. | |||
}} | }} |