ἀκατάσκευος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκατάσκευος''': -ον, = [[ἄνευ]] προετοιμασίας, ἄτεχνος, διάφ. γραφ. ἐν Αἰσχίν. 77. 3, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 27, Φιλοστρ. 249. - Ἐπίρρ. -ως, Πολύβ. 6.4, 7. ΙΙ. [[ἁπλοῦς]], [[ἀρχαϊκός]], [[ἀρχέγονος]], [[βίος]], Διόδ. 5. 39. | |lstext='''ἀκατάσκευος''': -ον, = [[ἄνευ]] προετοιμασίας, ἄτεχνος, διάφ. γραφ. ἐν Αἰσχίν. 77. 3, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 27, Φιλοστρ. 249. - Ἐπίρρ. -ως, Πολύβ. 6.4, 7. ΙΙ. [[ἁπλοῦς]], [[ἀρχαϊκός]], [[ἀρχέγονος]], [[βίος]], Διόδ. 5. 39. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />sans préparation, sans art.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κατασκευή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A lacking equipment, πλοῖα PEdgar8.4 (iii B. C.); of savage tribes, Theagen.17. II in Lit. Crit., without artifice or elaboration, Phld.Rh.1.8S., D.H.Th.27, Philostr.V A6.11; epith. of orator, Plu. 2.835b. Adv. -ως Plb.6.4.7. III uncivilized, βίος D.S.5.39. IV disordered, v. l. for ἀπαρασκ., Aeschin.3.163.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάσκευος: -ον, = ἄνευ προετοιμασίας, ἄτεχνος, διάφ. γραφ. ἐν Αἰσχίν. 77. 3, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 27, Φιλοστρ. 249. - Ἐπίρρ. -ως, Πολύβ. 6.4, 7. ΙΙ. ἁπλοῦς, ἀρχαϊκός, ἀρχέγονος, βίος, Διόδ. 5. 39.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans préparation, sans art.
Étymologie: ἀ, κατασκευή.