Αἴγινα: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Αἴγῑνα''': ης, ἡ [[Αἴγινα]], Ἰλ., κτλ.· λέγεται καὶ Αἰγιναίη (δηλ. [[νῆσος]]), Ἡρόδ. 5. 86: - [[ἐντεῦθεν]] Αἰγινήτης, ου, ὁ, θηλ. -ῆτις, ιδος, ἐξ Αἰγίνης, Ἡρόδ., κτλ.: - Ἐπίθ. Αἰγιναῖος, α, ον, Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις», 2, καὶ ἀλλ.· ὀβολὸς Αἰγ., δραχμὴ Αἰγ., κτλ., Θουκ. 5. 47, κτλ. ἴδε Λεξικ. Ἀρχαιολ.,,- [[ὡσαύτως]] Αἰγινητικός, ή, όν, Λουκ. Τίμ. 57, Παυσ., κτλ.
|lstext='''Αἴγῑνα''': ης, ἡ [[Αἴγινα]], Ἰλ., κτλ.· λέγεται καὶ Αἰγιναίη (δηλ. [[νῆσος]]), Ἡρόδ. 5. 86: - [[ἐντεῦθεν]] Αἰγινήτης, ου, ὁ, θηλ. -ῆτις, ιδος, ἐξ Αἰγίνης, Ἡρόδ., κτλ.: - Ἐπίθ. Αἰγιναῖος, α, ον, Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις», 2, καὶ ἀλλ.· ὀβολὸς Αἰγ., δραχμὴ Αἰγ., κτλ., Θουκ. 5. 47, κτλ. ἴδε Λεξικ. Ἀρχαιολ.,,- [[ὡσαύτως]] Αἰγινητικός, ή, όν, Λουκ. Τίμ. 57, Παυσ., κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> Égina, <i>mère d’Éaque</i>;<br /><b>2</b> Égine, <i>île du golfe Saronique</i>.
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Αἴγῑνα Medium diacritics: Αἴγινα Low diacritics: Αίγινα Capitals: ΑΙΓΙΝΑ
Transliteration A: Aígina Transliteration B: Aigina Transliteration C: Aigina Beta Code: *ai)/gina

English (LSJ)

ης, ἡ, Aegina, Il., etc.:—hence Αἰγῑν-ήτης, ου, ὁ, fem. Αἰγῑν-ῆτις, ιδος,

   A an Aeginetan, ib., etc.

Greek (Liddell-Scott)

Αἴγῑνα: ης, ἡ Αἴγινα, Ἰλ., κτλ.· λέγεται καὶ Αἰγιναίη (δηλ. νῆσος), Ἡρόδ. 5. 86: - ἐντεῦθεν Αἰγινήτης, ου, ὁ, θηλ. -ῆτις, ιδος, ἐξ Αἰγίνης, Ἡρόδ., κτλ.: - Ἐπίθ. Αἰγιναῖος, α, ον, Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις», 2, καὶ ἀλλ.· ὀβολὸς Αἰγ., δραχμὴ Αἰγ., κτλ., Θουκ. 5. 47, κτλ. ἴδε Λεξικ. Ἀρχαιολ.,,- ὡσαύτως Αἰγινητικός, ή, όν, Λουκ. Τίμ. 57, Παυσ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 Égina, mère d’Éaque;
2 Égine, île du golfe Saronique.