ἀκάτειος: Difference between revisions
From LSJ
(6_2) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκάτειος''': [[ἱστός]], [[ἀκάτειος]] [[κεραία]], Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν. Rang. Ant. Hell. 2343a. - Ἐν τοῖς συγγραφεῦσιν εὕρηται μόνον ἡ διὰ τοῦ [[ἰῶτα]] γραφή. | |lstext='''ἀκάτειος''': [[ἱστός]], [[ἀκάτειος]] [[κεραία]], Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν. Rang. Ant. Hell. 2343a. - Ἐν τοῖς συγγραφεῦσιν εὕρηται μόνον ἡ διὰ τοῦ [[ἰῶτα]] γραφή. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui concerne un [[ἄκατος]] ; <i>subst.</i> τὰ ἀκάτεια <i>ou</i> ἀκάτια petites voiles.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκατος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, prop.
A belonging to an ἄκατος, q. v.; esp. ἀ. ἱστός foremast, IG2.793, etc.; ἀ. κεραία yard belonging thereto, ib., cf. Poll. 1.91. II Subst. ἀκάτειον, τό, (sc. ἱστίον) small sail, opp. τὰ μεγάλα ἱστία, X.HG6.2.27, Epicr.10 (with play on ἄκατος 11), cf. Luc.Lex.15, J. Tr.46, Hist. Conscr.45; ἄρασθαι τὸ ἀ., i.e. take to flight, prob. l. for ἀκάτιον in Epicur.Fr.163, cf. Ar.Lys.64.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάτειος: ἱστός, ἀκάτειος κεραία, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν. Rang. Ant. Hell. 2343a. - Ἐν τοῖς συγγραφεῦσιν εὕρηται μόνον ἡ διὰ τοῦ ἰῶτα γραφή.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne un ἄκατος ; subst. τὰ ἀκάτεια ou ἀκάτια petites voiles.
Étymologie: ἄκατος.