ἄκλειστος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄκλειστος''': -ον, Ἰων. [[ἀκλήιστος]], Καλλ. Ἀποσπ. 41. Ἀττ. συνῃρ. ἄκληστος, Εὐρ. Ἀνδρ. 593, Θουκ. 2. 93: ([[κλείω]]), ὁ μὴ κεκλεισμένος, μὴ στερεωμένος, ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 7. 5, 25. | |lstext='''ἄκλειστος''': -ον, Ἰων. [[ἀκλήιστος]], Καλλ. Ἀποσπ. 41. Ἀττ. συνῃρ. ἄκληστος, Εὐρ. Ἀνδρ. 593, Θουκ. 2. 93: ([[κλείω]]), ὁ μὴ κεκλεισμένος, μὴ στερεωμένος, ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 7. 5, 25. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />non fermé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κλείω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, Ion. ἀκλήιστος Call.Hec.2, Att. contr. ἄκλῃστος E.Andr.593, Th.2.93: (κλείω):—
A not closed or fastened, ll. cc., X.Cyr. 7.5.25, Nic.Dam.p.72 D., etc.
German (Pape)
[Seite 73] nicht verschlossen, s. att. ἄκλῃστος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκλειστος: -ον, Ἰων. ἀκλήιστος, Καλλ. Ἀποσπ. 41. Ἀττ. συνῃρ. ἄκληστος, Εὐρ. Ἀνδρ. 593, Θουκ. 2. 93: (κλείω), ὁ μὴ κεκλεισμένος, μὴ στερεωμένος, ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 7. 5, 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non fermé.
Étymologie: ἀ, κλείω.