ἀκίχητος: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκίχητος''': [ῐ], -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ φθάσῃ, νὰ ἐπιτύχῃ, ἀκίχητα διώκων, Ἰλ. Ρ. 75· μεταθεῖν, Αἰλ. περὶ Ζ. 4, 52. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἀπρόσιτος]], [[ἄκαμπτος]], [[ἀδυσώπητος]], Αἰσχύλ. Πρ. 184. | |lstext='''ἀκίχητος''': [ῐ], -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ φθάσῃ, νὰ ἐπιτύχῃ, ἀκίχητα διώκων, Ἰλ. Ρ. 75· μεταθεῖν, Αἰλ. περὶ Ζ. 4, 52. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἀπρόσιτος]], [[ἄκαμπτος]], [[ἀδυσώπητος]], Αἰσχύλ. Πρ. 184. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on ne peut atteindre, insaisissable;<br /><b>2</b> sur qui l’on n’a pas prise, inexorable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κιχάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A not to be reached, unattainable, ἀκίχητα διώκων Il. 17.75; μεταθεῖν Ael.NA4.52; not to be overtaken, swift, ἀκίχητος ἀΐσσειν Nonn.D.45.236, cf. Tryph.333. II not to be reached by prayer, inexorable, ἤθεα A.Pr.186.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκίχητος: [ῐ], -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ φθάσῃ, νὰ ἐπιτύχῃ, ἀκίχητα διώκων, Ἰλ. Ρ. 75· μεταθεῖν, Αἰλ. περὶ Ζ. 4, 52. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀπρόσιτος, ἄκαμπτος, ἀδυσώπητος, Αἰσχύλ. Πρ. 184.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu’on ne peut atteindre, insaisissable;
2 sur qui l’on n’a pas prise, inexorable.
Étymologie: ἀ, κιχάνω.