ἀλαζονεύομαι: Difference between revisions
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλαζονεύομαι''': μέλλ. -εύσομαι, ἀποθ.: (ἀλαζών) = [[κομπάζω]], κομπορρημονῶ, Λυσ. Ἀποσπ. 42., Πλάτ. Ἱππ. Ἑλ. 371Α, ἐπὶ τῶν σοφιστῶν, Ξεν. Ἀπομ. 1. 7, 5, κτλ., [[περί]] τινος, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 10, Ἰσοκρ. 293Β. 2) μετ’ αἰτ., ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 4, 3. | |lstext='''ἀλαζονεύομαι''': μέλλ. -εύσομαι, ἀποθ.: (ἀλαζών) = [[κομπάζω]], κομπορρημονῶ, Λυσ. Ἀποσπ. 42., Πλάτ. Ἱππ. Ἑλ. 371Α, ἐπὶ τῶν σοφιστῶν, Ξεν. Ἀπομ. 1. 7, 5, κτλ., [[περί]] τινος, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 10, Ἰσοκρ. 293Β. 2) μετ’ αἰτ., ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 4, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire le fanfaron, se vanter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλαζών]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -εύσομαι D.36.41: (ἀλαζών): —make false pretensions, brag, Ar.Ra.280, Lys.Fr.73; of the Sophists, X.Mem.1.7.5, etc.; περί τινος Eup.146b, Isoc.12.74; ἐπί τινι Aristipp. ap. D.L. 2.73. 2 feign, Pl.Hp.Mi.371a; τὰ ἤθη ἀ. Arist.Oec.1344a19.
German (Pape)
[Seite 88] med., lügnerisch prahlen, von sich Unwahres rühmen; von den Sophisten, Isocr. 13, 1; περί τινος 10; Xen. Cyr. 2, 2, 11 Mem. 1, 7, 5; Arist. öfter, z. B. Eth. Nic. 4, 7; Sp.; ἐπί τινι D. L. 2, 73.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαζονεύομαι: μέλλ. -εύσομαι, ἀποθ.: (ἀλαζών) = κομπάζω, κομπορρημονῶ, Λυσ. Ἀποσπ. 42., Πλάτ. Ἱππ. Ἑλ. 371Α, ἐπὶ τῶν σοφιστῶν, Ξεν. Ἀπομ. 1. 7, 5, κτλ., περί τινος, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 10, Ἰσοκρ. 293Β. 2) μετ’ αἰτ., ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 4, 3.
French (Bailly abrégé)
faire le fanfaron, se vanter.
Étymologie: ἀλαζών.