ἀλείπτης: Difference between revisions

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλείπτης''': -ου, ὁ ἀλείφων ἢ χρίων, [[ἐντεῦθεν]] (πρβλ. [[ἀλείφω]] Ι.), ὁ [[διδάσκαλος]] τῶν ἀθλητῶν ἐν τοῖς γυμνασίοις, Λατ. aliptes, lanista, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2, 6, 7, Πολύβ. 27 6,1, Συλλ. Ἐπιγρ. 418, καὶ ἀλλ. 2) μεταφ., [[διδάσκαλος]], τῶν πολιτικῶν, Πλουτ. Περικλ. 4· τῆς κακίας, Σέξτ. Ἐμπ. 1, 298· πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 2. 133Β.
|lstext='''ἀλείπτης''': -ου, ὁ ἀλείφων ἢ χρίων, [[ἐντεῦθεν]] (πρβλ. [[ἀλείφω]] Ι.), ὁ [[διδάσκαλος]] τῶν ἀθλητῶν ἐν τοῖς γυμνασίοις, Λατ. aliptes, lanista, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2, 6, 7, Πολύβ. 27 6,1, Συλλ. Ἐπιγρ. 418, καὶ ἀλλ. 2) μεταφ., [[διδάσκαλος]], τῶν πολιτικῶν, Πλουτ. Περικλ. 4· τῆς κακίας, Σέξτ. Ἐμπ. 1, 298· πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 2. 133Β.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> celui qui frotte d’huile ; maître de gymnase;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> maître, instituteur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλείφω]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλείπτης Medium diacritics: ἀλείπτης Low diacritics: αλείπτης Capitals: ΑΛΕΙΠΤΗΣ
Transliteration A: aleíptēs Transliteration B: aleiptēs Transliteration C: aleiptis Beta Code: a)lei/pths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A anointer: hence (cf. ἀλείφω 1) trainer in gymnasia, Arist.EN 1106b1, Plb.27.7.1, Sammelb.4224.7 (i B. C.), Plu.2.133b.    2 metaph., οἱ ἀθληταὶ τῆς ἀρετῆς μὴ ψεύσαντες τοὺς ἀλείπτας νόμους Ph. 2.409; teacher, τῶν πολιτικῶν Plu.Per.4; τῆς κακίας S.E.M.1.298.    3 Lat. aliptes, bath-attendant, Juv.6.422.

German (Pape)

[Seite 91] ὁ, der Salber, bes. in den Ringschulen der Ringmeister, welcher die Ringenden salben läßt u. die Uebungen leitet, Arist. Eth. 2, 6, 7; Pol. 27, 6, 1; Arr. Epict. 3, 10, 1 u. öfter; aliptes, Cic. fam. 1, 9. Dah. übh. Lehrmeister, τῶν πολιτικῶν Plut. Pericl. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλείπτης: -ου, ὁ ἀλείφων ἢ χρίων, ἐντεῦθεν (πρβλ. ἀλείφω Ι.), ὁ διδάσκαλος τῶν ἀθλητῶν ἐν τοῖς γυμνασίοις, Λατ. aliptes, lanista, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2, 6, 7, Πολύβ. 27 6,1, Συλλ. Ἐπιγρ. 418, καὶ ἀλλ. 2) μεταφ., διδάσκαλος, τῶν πολιτικῶν, Πλουτ. Περικλ. 4· τῆς κακίας, Σέξτ. Ἐμπ. 1, 298· πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 2. 133Β.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 celui qui frotte d’huile ; maître de gymnase;
2 fig. maître, instituteur.
Étymologie: ἀλείφω.