ἀλουσία: Difference between revisions
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλουσία''': ἡ, τὸ μὴ λούεσθαι, ἡ [[ἀπλυσία]], ἠγρίωσαι διὰ μακρᾶς ἀλουσίας, Εὐρ. Ὀρ. 226· κατὰ πληθ. ἀλουσίῃσι ... συμπεπτωκώς, Ἡρόδ. 3. 52: - [[ὡσαύτως]] ἀλουτία, Εὔπολ. ἐν «Ταξιάρχοις» 7, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. | |lstext='''ἀλουσία''': ἡ, τὸ μὴ λούεσθαι, ἡ [[ἀπλυσία]], ἠγρίωσαι διὰ μακρᾶς ἀλουσίας, Εὐρ. Ὀρ. 226· κατὰ πληθ. ἀλουσίῃσι ... συμπεπτωκώς, Ἡρόδ. 3. 52: - [[ὡσαύτως]] ἀλουτία, Εὔπολ. ἐν «Ταξιάρχοις» 7, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />défaut de propreté de celui qui ne se lave pas.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλουτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A being unwashed, Hp.de Arte 5; ἠγρίωσαι διὰ μακρᾶς ἀλουσίας E.Or.226, cf. Alex.197: pl., ἀλουσίησι . . συμπεπτωκώς Hdt. 3.52, cf. Hp.Morb.2.71.
German (Pape)
[Seite 109] ἡ, Ungewaschenheit, Schmutz, Her. 3, 52; Aristoph. com. bei D. L. 8, 38; Alex. Ath. IV, 161 d; im plur. Eur. Or. 216 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλουσία: ἡ, τὸ μὴ λούεσθαι, ἡ ἀπλυσία, ἠγρίωσαι διὰ μακρᾶς ἀλουσίας, Εὐρ. Ὀρ. 226· κατὰ πληθ. ἀλουσίῃσι ... συμπεπτωκώς, Ἡρόδ. 3. 52: - ὡσαύτως ἀλουτία, Εὔπολ. ἐν «Ταξιάρχοις» 7, ἔνθα ἴδε Meineke.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
défaut de propreté de celui qui ne se lave pas.
Étymologie: ἄλουτος.