ἀκραιφνής: Difference between revisions
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκραιφνής''': -ές, [[τύπος]] κατὰ συγκοπ. ἐκ τοῦ ἀκεραιοφανής ([[ὅπερ]] ἄχρηστον), = [[ἀκέραιος]], [[ἀμιγής]], [[καθαρός]], κόρης ἀκρ. [[αἷμα]], Εὐρ. Ἑκ. 537· [[ὕδωρ]], Ἀριστοφ. Ἀπ. 98· μεταφ. [[πενία]] ἀκρ., καθαρά, τελεία, [[ἄκρα]] [[πενία]], Ἀνθ. Π. 6. 191. ΙΙ. [[ἄθικτος]], [[ἀβλαβής]], [[ὁλόκληρος]], Λατ. integer, Εὐρ. Ἄλκ. 1052, Θουκ. 1. 19, 52. 2) [[μετὰ]] γεν. [[ἄθικτος]] ὑπὸ ..., ἄκρ. τῶν κατηπειλημένων, Σοφ. Ο. Κ. 1147· κόρους ἀκραιφνεῖς [[μυρρίνης]], ἀπηλλαγμένους ... Λυσίππ. Ἄδηλ. 3. | |lstext='''ἀκραιφνής''': -ές, [[τύπος]] κατὰ συγκοπ. ἐκ τοῦ ἀκεραιοφανής ([[ὅπερ]] ἄχρηστον), = [[ἀκέραιος]], [[ἀμιγής]], [[καθαρός]], κόρης ἀκρ. [[αἷμα]], Εὐρ. Ἑκ. 537· [[ὕδωρ]], Ἀριστοφ. Ἀπ. 98· μεταφ. [[πενία]] ἀκρ., καθαρά, τελεία, [[ἄκρα]] [[πενία]], Ἀνθ. Π. 6. 191. ΙΙ. [[ἄθικτος]], [[ἀβλαβής]], [[ὁλόκληρος]], Λατ. integer, Εὐρ. Ἄλκ. 1052, Θουκ. 1. 19, 52. 2) [[μετὰ]] γεν. [[ἄθικτος]] ὑπὸ ..., ἄκρ. τῶν κατηπειλημένων, Σοφ. Ο. Κ. 1147· κόρους ἀκραιφνεῖς [[μυρρίνης]], ἀπηλλαγμένους ... Λυσίππ. Ἄδηλ. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> non mélangé, pur;<br /><b>2</b> non entamé, intact, frais ; [[ἀκραιφνής]] τινος SOPH non atteint par qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκέραιος]], [[φαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, derived by Sch.Th.1.52, etc., from ἀκεραιο-φανής,
A = ἀκέραιος, unmixed pure, κόρης ἀ. αἷμα E.Hec.537; ὕδωρ Ar.Fr.32: metaph., ἀρετή J.AJProoem.4; πενία ἀ. sheer, utter poverty, AP6.191 (Corn. Long.). Adv. -νῶς Ph.1.100; honestly, Hld.2.30: Sup. -έστατον (but may be Adj.) Ph.2.319. II untouched, inviolate, E.Alc.1052; in Att. Prose only Th.1.19,52; freq. later, as D.H.6.14, Procop.Aed.1.10, al.; innocent, ψυχή Ph.1.515:—of troops, fresh, J.AJ18.10.7. 2 c. gen., untouched by... ἀ. τῶν κατηπειλημένων S.OC1147; κόρους ἀκραιφνεῖς μυρρίνης free from... Lysipp.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκραιφνής: -ές, τύπος κατὰ συγκοπ. ἐκ τοῦ ἀκεραιοφανής (ὅπερ ἄχρηστον), = ἀκέραιος, ἀμιγής, καθαρός, κόρης ἀκρ. αἷμα, Εὐρ. Ἑκ. 537· ὕδωρ, Ἀριστοφ. Ἀπ. 98· μεταφ. πενία ἀκρ., καθαρά, τελεία, ἄκρα πενία, Ἀνθ. Π. 6. 191. ΙΙ. ἄθικτος, ἀβλαβής, ὁλόκληρος, Λατ. integer, Εὐρ. Ἄλκ. 1052, Θουκ. 1. 19, 52. 2) μετὰ γεν. ἄθικτος ὑπὸ ..., ἄκρ. τῶν κατηπειλημένων, Σοφ. Ο. Κ. 1147· κόρους ἀκραιφνεῖς μυρρίνης, ἀπηλλαγμένους ... Λυσίππ. Ἄδηλ. 3.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 non mélangé, pur;
2 non entamé, intact, frais ; ἀκραιφνής τινος SOPH non atteint par qch.
Étymologie: ἀκέραιος, φαίνω.